εὑρετικός: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(15)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evretikos
|Transliteration C=evretikos
|Beta Code=eu(retiko/s
|Beta Code=eu(retiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inventive, ingenious</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span> 209a</span>: Comp. in <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>286e</span>, <span class="bibl">287a</span>; ἰατρός Gal.7.212: Comp., <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span> p.177C.</span>; εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν <span class="bibl">Men.39</span>: c. gen., λόγων <span class="bibl">D.H.<span class="title">Lys.</span>15</span>; also, <b class="b2">able to make discoveries from</b>... οὗ ἔμαθεν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>455b</span>, cf. Andronic.Rhod.<span class="bibl">p.578</span> M. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">concerned with inquiry</b> or <b class="b2">discovery</b>, <b class="b3">λόγος</b>, opp. <b class="b3">ἀποδεικτικός</b>, Gal.4.650.</span>
|Definition=εὑρετική, εὑρετικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inventive]], [[ingenious]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 209a: Comp. in Id.''Plt.''286e, 287a; ἰατρός Gal.7.212: Comp., Procl. ''in Alc.'' p.177C.; εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Men.39: c. gen., λόγων D.H.''Lys.''15; also, [[able to make discoveries from]]... οὗ ἔμαθεν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 455b, cf. Andronic.Rhod.p.578 M.<br><span class="bld">II</span> [[concerned with inquiry]] or [[discovery]], [[λόγος]], opp. [[ἀποδεικτικός]], Gal.4.650.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσθαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς [[πᾶν]] τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσθαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς [[πᾶν]] τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[inventif]].<br />'''Étymologie:''' [[εὑρετός]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὑρετικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[находчивый]], [[изобретательный]] ([[δημιουργός]] Plat.; πρός τι Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[умеющий находить]] (τινος Plat., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὑρετικός''': -ή, -όν, ἐφευρετικός, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4.
|lstext='''εὑρετικός''': -ή, -όν, ἐφευρετικός, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />inventif.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρετός]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὑρετικός]], -ή, -όν) [[ευρετής]]<br />ο [[ικανός]], ο [[επιτήδειος]] να βρίσκει πράγματα που [[είναι]] δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα [[τεχνικά]] [[μέσα]] και όργανα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ευρετική]]<br />επιστημονική [[αναζήτηση]] και [[συγκέντρωση]] πηγών και μνημείων της ιστορίας<br /><b>αρχ.</b><br />(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὑρετικός:''' -ή, -ὸν ([[εὑρεῖν]]), [[εφευρετικός]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὑρετικός]], -ή, -όν) [[ευρετής]]<br />ο [[ικανός]], ο [[επιτήδειος]] να βρίσκει πράγματα που [[είναι]] δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα [[τεχνικά]] [[μέσα]] και όργανα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ευρετική]]<br />επιστημονική [[αναζήτηση]] και [[συγκέντρωση]] πηγών και μνημείων της ιστορίας<br /><b>αρχ.</b><br />(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις.
|mdlsjtxt=[[εὑρετικός]], ή, όν [[εὑρεῖν]]<br />[[inventive]], [[ingenious]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρετικός Medium diacritics: εὑρετικός Low diacritics: ευρετικός Capitals: ΕΥΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: heuretikós Transliteration B: heuretikos Transliteration C: evretikos Beta Code: eu(retiko/s

English (LSJ)

εὑρετική, εὑρετικόν,
A inventive, ingenious, Pl.Smp. 209a: Comp. in Id.Plt.286e, 287a; ἰατρός Gal.7.212: Comp., Procl. in Alc. p.177C.; εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Men.39: c. gen., λόγων D.H.Lys.15; also, able to make discoveries from... οὗ ἔμαθεν Pl.R. 455b, cf. Andronic.Rhod.p.578 M.
II concerned with inquiry or discovery, λόγος, opp. ἀποδεικτικός, Gal.4.650.

German (Pape)

[Seite 1092] erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσθαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς πᾶν τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
inventif.
Étymologie: εὑρετός.

Russian (Dvoretsky)

εὑρετικός:
1 находчивый, изобретательный (δημιουργός Plat.; πρός τι Diod.);
2 умеющий находить (τινος Plat., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετικός: -ή, -όν, ἐφευρετικός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὑρετικός, -ή, -όν) ευρετής
ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ευρετική
επιστημονική αναζήτηση και συγκέντρωση πηγών και μνημείων της ιστορίας
αρχ.
(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις.

Greek Monotonic

εὑρετικός: -ή, -ὸν (εὑρεῖν), εφευρετικός, πολυμήχανος, δαιμόνιος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὑρετικός, ή, όν εὑρεῖν
inventive, ingenious, Plat.