ἠπειρογενής: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(16)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ipeirogenis
|Transliteration C=ipeirogenis
|Beta Code=h)peirogenh/s
|Beta Code=h)peirogenh/s
|Definition=ές, (γενέσθαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">born</b> or <b class="b2">living in the mainland</b>, <b class="b3">ἔθνος</b>, of the Lydians and Ionians, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>42</span>.</span>
|Definition=ἠπειρογενές, ([[γενέσθαι]]) [[born]] or [[living in the mainland]], [[ἔθνος]], of the Lydians and Ionians, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''42.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[né sur la terre ferme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]], [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπειρογενής:''' населяющий материк, т. е. Азию ([[ἔθνος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπειρογενής''': -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, [[ἠπειρώτης]], περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. [[ἤπειρος]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἠπειρογενής''': -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, [[ἠπειρώτης]], περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. [[ἤπειρος]] ΙΙΙ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ής, ές :<br />né sur la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]], [[γίγνομαι]].
|mltxt=[[ἠπειρογενής]], -ές (Α)<br />ο [[κάτοικος]] μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε [[αντίθεση]] με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] ([[πρβλ]]. [[γηγενής]], [[ομογενής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠπειρογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην [[ξηρά]], που διαβιεί στην ήπειρο, ο [[ηπειρώτης]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ἠπειρογενής]], -ές (Α)<br />ο [[κάτοικος]] μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε [[αντίθεση]] με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γη</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>)].
|mdlsjtxt=ἠπειρο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[born]] or [[living]] in the [[mainland]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρογενής Medium diacritics: ἠπειρογενής Low diacritics: ηπειρογενής Capitals: ΗΠΕΙΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: ēpeirogenḗs Transliteration B: ēpeirogenēs Transliteration C: ipeirogenis Beta Code: h)peirogenh/s

English (LSJ)

ἠπειρογενές, (γενέσθαι) born or living in the mainland, ἔθνος, of the Lydians and Ionians, A.Pers.42.

German (Pape)

[Seite 1173] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né sur la terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρογενής: населяющий материк, т. е. Азию (ἔθνος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρογενής: -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, ἠπειρώτης, περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ἠπειρογενής, -ές (Α)
ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -γενής < γένος (πρβλ. γηγενής, ομογενής)].

Greek Monotonic

ἠπειρογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην ξηρά, που διαβιεί στην ήπειρο, ο ηπειρώτης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἠπειρο-γενής, ές γίγνομαι
born or living in the mainland, Aesch.