ἰάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(17)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iasimos
|Transliteration C=iasimos
|Beta Code=i)a/simos
|Beta Code=i)a/simos
|Definition=[ῑᾱ], Ion. ἰήσιμος, ον, (ἰάομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">curable</b>, of persons, φαρμάκοις <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>475</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.Sacr.</span>11</span>; opp. <b class="b3">ἀνίατος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>941d</span>, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν <span class="bibl">Antipho 4.2.4</span>: metaph., <b class="b2">appeasable</b>, θεός <span class="bibl">E. <span class="title">Or.</span>399</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of wounds, <b class="b3">τραῦμα </b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>878c</span>: metaph., . ἁμάρτημα <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>525b</span>; κακά <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>731d</span>; ἰ. τὸ πάθος <span class="bibl">Alex.124.4</span>.</span>
|Definition=[ῑᾱ], Ion. [[ἰήσιμος]], ον, ([[ἰάομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[curable]], of persons, φαρμάκοις [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''475, cf. Hp.''Morb.Sacr.''11; opp. [[ἀνίατος]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''941d, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν Antipho 4.2.4: metaph., [[appeasable]], θεός E. ''Or.''399.<br><span class="bld">2</span> of [[wound]]s, [[τραῦμα]] ἰάσιμον. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''878c: metaph., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] Id.''Grg.''525b; κακά Id.''Lg.''731d; ἰ. τὸ πάθος Alex.124.4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[guérissable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].
}}
{{pape
|ptext=ion. [[ἰήσιμος]], <i>[[heilbar]]</i>; σεαυτὸν οὐκ ἔχεις [[εὑρεῖν]] ὁποίοις φαρμάκοις [[ἰάσιμος]] Aesch. <i>Prom</i>. 473; [[θεός]], <i>zu [[besänftigen]], die zürnende [[Göttin]]</i>, Eur. <i>Or</i>. 399; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἀνίατος]] Plat. <i>Gorg</i>. 526b; [[τραῦμα]] <i>Legg</i>. IX.878c; ἁμαρτήματα, <i>wieder gut zu [[machen]], Gorg</i>. 525b. Nach Poll. 5.132 auch φάρμακα, <i>[[heilsam]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰάσιμος:''' (ῑᾱ), ион. [[ἰήσιμος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[излечимый]], [[исцелимый]] ([[τραῦμα]] Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[поправимый]] (ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[могущий исправиться]]: [[ἐάν]] τε ἰ. [[ἐάν]] τε [[ἀνίατος]] δοκῇ εἶναι Plat. (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим;<br /><b class="num">4</b> [[могущий быть умилостивленным]], [[умолимый]] ([[θεός]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰάσιμος''': ῑᾱ, ον, ([[ἰάομαι]]) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, [[θεραπεύσιμος]], [[εὐθεράπευτος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνίατος]], ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι [[ἰάσιμος]] ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, [[τραῦμα]] ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ [[πάθος]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.
|lstext='''ἰάσιμος''': ῑᾱ, ον, ([[ἰάομαι]]) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, [[θεραπεύσιμος]], [[εὐθεράπευτος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνίατος]], ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι [[ἰάσιμος]] ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, [[τραῦμα]] ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ [[πάθος]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].
|mltxt=, -ο (Α [[ἰάσιμος]], ιων. τ. [[ἰήσιμος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο [[θεραπεύσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ [[θεός]], ἀλλ' [[ὅμως]] [[ἰάσιμος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίασις</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[βρώσιμος]], [[πόσιμος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰάσιμος:''' [ῑᾱ], -ον ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να γιατρευτεί, [[θεραπεύσιμος]], αντίθ. προς το [[ἀνίατος]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., αυτός που καταπραΰνεται εύκολα, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰάσιμος]], ον [[ἰάομαι]]<br />to be cured, [[curable]], opp. to [[ἀνίατος]], Aesch., Plat., etc.: metaph. appeasable, Eur.
}}
}}
{{grml
{{trml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάσιμος]], ιων. τ. [[ἰήσιμος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο [[θεραπεύσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ [[θεός]], ἀλλ' [[ὅμως]] [[ἰάσιμος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίασις</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βρώσ</i>-<i>ιμος</i>, <i>πόσ</i>-<i>ιμος</i>)].
|trtx====[[curable]]===
Bulgarian: излечим; Catalan: guarible, curable; Czech: vyléčitelný; Finnish: parannettavissa oleva, hoidettavissa oleva, kovettuva; French: [[curable]]; German: [[heilbar]]; Ancient Greek: [[ἰάσιμος]], [[ἰατός]], [[ἀκέσμιος]], [[ἀκεστός]]; Hungarian: gyógyítható; Italian: [[curabile]]; Latin: [[sanabilis]]; Manx: so-lheihys; Norwegian Bokmål: helbredelig; Portuguese: [[curável]]; Spanish: [[curable]]; Swedish: botbar; Turkish: tedavi edilebilir
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰάσιμος Medium diacritics: ἰάσιμος Low diacritics: ιάσιμος Capitals: ΙΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: iásimos Transliteration B: iasimos Transliteration C: iasimos Beta Code: i)a/simos

English (LSJ)

[ῑᾱ], Ion. ἰήσιμος, ον, (ἰάομαι)
A curable, of persons, φαρμάκοις A.Pr.475, cf. Hp.Morb.Sacr.11; opp. ἀνίατος, Pl.Lg.941d, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν Antipho 4.2.4: metaph., appeasable, θεός E. Or.399.
2 of wounds, τραῦμα ἰάσιμον. Pl.Lg.878c: metaph., ἰάσιμον ἁμάρτημα Id.Grg.525b; κακά Id.Lg.731d; ἰ. τὸ πάθος Alex.124.4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.

German (Pape)

ion. ἰήσιμος, heilbar; σεαυτὸν οὐκ ἔχεις εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος Aesch. Prom. 473; θεός, zu besänftigen, die zürnende Göttin, Eur. Or. 399; Gegensatz ἀνίατος Plat. Gorg. 526b; τραῦμα Legg. IX.878c; ἁμαρτήματα, wieder gut zu machen, Gorg. 525b. Nach Poll. 5.132 auch φάρμακα, heilsam.

Russian (Dvoretsky)

ἰάσιμος: (ῑᾱ), ион. ἰήσιμος 2
1 излечимый, исцелимый (τραῦμα Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.);
2 поправимый (ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.);
3 могущий исправиться: ἐάν τε ἰ. ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим;
4 могущий быть умилостивленным, умолимый (θεός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰάσιμος: ῑᾱ, ον, (ἰάομαι) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, θεραπεύσιμος, εὐθεράπευτος, ἀντίθ. τῷ ἀνίατος, ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, τραῦμα ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον ἁμάρτημα ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ πάθος Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, -ον)
(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος
αρχ.
αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ θεός, ἀλλ' ὅμως ἰάσιμος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βρώσιμος, πόσιμος)].

Greek Monotonic

ἰάσιμος: [ῑᾱ], -ον (ἰάομαι), αυτός που μπορεί να γιατρευτεί, θεραπεύσιμος, αντίθ. προς το ἀνίατος, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., αυτός που καταπραΰνεται εύκολα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἰάσιμος, ον ἰάομαι
to be cured, curable, opp. to ἀνίατος, Aesch., Plat., etc.: metaph. appeasable, Eur.

Translations

curable

Bulgarian: излечим; Catalan: guarible, curable; Czech: vyléčitelný; Finnish: parannettavissa oleva, hoidettavissa oleva, kovettuva; French: curable; German: heilbar; Ancient Greek: ἰάσιμος, ἰατός, ἀκέσμιος, ἀκεστός; Hungarian: gyógyítható; Italian: curabile; Latin: sanabilis; Manx: so-lheihys; Norwegian Bokmål: helbredelig; Portuguese: curável; Spanish: curable; Swedish: botbar; Turkish: tedavi edilebilir