ίουλος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἴουλος]])<br /><b>1.</b> οι πρώτες [[τρίχες]] που εμφανίζονται στο ανδρικό [[γένι]], το [[χνούδι]] («στείχει δ' [[ἴουλος]] [[ἄρτι]] διὰ παρηΐδων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες<br /><b>3.</b> <b>(φυτ.)</b> απλή ή σύνθετη [[βοτρυώδης]] [[ταξιανθία]] που παρουσιάζεται σε [[πολλά]] φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέμα]] από στάχια<br /><b>2.</b> ωδή [[προς]] τιμήν της Δήμητρας<br /><b>3.</b> το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων [[φυτών]], κν. [[ψαλίδα]]<br /><b>4.</b> [[έντομο]] όμοιο με τη [[σκολόπενδρα]] ή τον πολύποδα, [[σαρανταποδαρούσα]]<br /><b>5.</b> το [[άνθος]] της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό [[περικάλυμμα]] του λεπτοκαρύου<br /><b>6.</b> [[είδος]] ψαριού, [[ιουλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο τ. <i>FiFολνος</i> ή <i>Fι</i>-<i>Fολσος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἴονθος]] <span style="color: red;"><</span> <i>FıFονθος</i>). Συνδέεται με τα [[οὖλος]] «εριού-χος, [[πυκνός]]» και [[εἰλέω]] (Ι) «[[συστρέφω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[είλω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιουλίς]] <b>αρχ.</b> [[ιουλίζω]], <i>ιουλώ</i>, [[ιουλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιουλοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ιουλόπεζος</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ιουλοφυῶ</i>. (Β' συνθετικό) [[καλλίουλος]].
|mltxt=ο (Α [[ἴουλος]])<br /><b>1.</b> οι πρώτες [[τρίχες]] που εμφανίζονται στο ανδρικό [[γένι]], το [[χνούδι]] («στείχει δ' [[ἴουλος]] [[ἄρτι]] διὰ παρηΐδων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες<br /><b>3.</b> <b>(φυτ.)</b> απλή ή σύνθετη [[βοτρυώδης]] [[ταξιανθία]] που παρουσιάζεται σε [[πολλά]] φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέμα]] από στάχια<br /><b>2.</b> ωδή [[προς]] τιμήν της Δήμητρας<br /><b>3.</b> το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων [[φυτών]], κν. [[ψαλίδα]]<br /><b>4.</b> [[έντομο]] όμοιο με τη [[σκολόπενδρα]] ή τον πολύποδα, [[σαρανταποδαρούσα]]<br /><b>5.</b> το [[άνθος]] της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό [[περικάλυμμα]] του λεπτοκαρύου<br /><b>6.</b> [[είδος]] ψαριού, [[ιουλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο τ. <i>FiFολνος</i> ή <i>Fι</i>-<i>Fολσος</i> (πρβλ. [[ἴονθος]] <span style="color: red;"><</span> <i>FıFονθος</i>). Συνδέεται με τα [[οὖλος]] «εριού-χος, [[πυκνός]]» και [[εἰλέω]] (Ι) «[[συστρέφω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[είλω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιουλίς]] <b>αρχ.</b> [[ιουλίζω]], <i>ιουλώ</i>, [[ιουλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιουλοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ιουλόπεζος</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ιουλοφυῶ</i>. (Β' συνθετικό) [[καλλίουλος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἴουλος)
1. οι πρώτες τρίχες που εμφανίζονται στο ανδρικό γένι, το χνούδι («στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων», Αισχύλ.)
2. ζωολ. γένος μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες
3. (φυτ.) απλή ή σύνθετη βοτρυώδης ταξιανθία που παρουσιάζεται σε πολλά φυτά
αρχ.
1. δέμα από στάχια
2. ωδή προς τιμήν της Δήμητρας
3. το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων φυτών, κν. ψαλίδα
4. έντομο όμοιο με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
5. το άνθος της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό περικάλυμμα του λεπτοκαρύου
6. είδος ψαριού, ιουλίς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αναδιπλασιασμένο τ. FiFολνος ή -Fολσος (πρβλ. ἴονθος < FıFονθος). Συνδέεται με τα οὖλος «εριού-χος, πυκνός» και εἰλέω (Ι) «συστρέφω» (βλ. λ. είλω).
ΠΑΡ. ιουλίς αρχ. ιουλίζω, ιουλώ, ιουλώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιουλοφόρος
αρχ.
ιουλόπεζος
μσν.
ιουλοφυῶ. (Β' συνθετικό) καλλίουλος.