λάκκα: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(22) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[λάκκος]], [[λακκούβα]], μικρή [[κοιλότητα]], [[κυρίως]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> ανοιχτό [[μέρος]] [[μέσα]] σε [[δάσος]], ξέφωτο<br /><b>3.</b> [[άδενδρος]] [[τόπος]] [[γύρω]] από δασώδεις εκτάσεις, [[ξάνοιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λακκί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[λάκκος]], [[λακκούβα]], μικρή [[κοιλότητα]], [[κυρίως]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> ανοιχτό [[μέρος]] [[μέσα]] σε [[δάσος]], ξέφωτο<br /><b>3.</b> [[άδενδρος]] [[τόπος]] [[γύρω]] από δασώδεις εκτάσεις, [[ξάνοιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λακκί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> ([[πρβλ]]. [[μαντρί]]: [[μάντρα]])].<br /> <b>(II)</b><br />και [[λάκα]], η (Μ [[λάκα]])<br />κολλώδες, ρητινώδες [[έκκριμα]] από το οποίο λαμβάνεται η γόμμα-[[λάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χρωστική]] που λαμβάνεται με τη [[σταθεροποίηση]] ενός ευδιάλυτου οργανικού χρώματος, φυσικού ή συνθετικού, [[πάνω]] σε ένα εν γένει ανόργανο [[υπόστρωμα]] που [[είναι]] [[ένωση]] ενός μετάλλου<br /><b>2.</b> [[χρώμα]] τελικής επίστρωσης ή [[βερνίκι]] που δημιουργεί [[λεπτό]], σκληρό, ανθεκτικό και λείο [[υμένιο]], παρόμοιο με εκείνο που δημιουργεί η κομμεορητίνη [[λάκκα]]<br /><b>3.</b> κομμεορητίνη που λαμβάνεται από δένδρα της Άπω Ανατολής και χρησιμοποιείται στη [[διακόσμηση]] αντικειμένων<br /><b>4.</b> η λακ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>lacca</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>lakk</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:18, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
η
1. λάκκος, λακκούβα, μικρή κοιλότητα, κυρίως στο έδαφος
2. ανοιχτό μέρος μέσα σε δάσος, ξέφωτο
3. άδενδρος τόπος γύρω από δασώδεις εκτάσεις, ξάνοιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λακκί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μαντρί: μάντρα)].
(II)
και λάκα, η (Μ λάκα)
κολλώδες, ρητινώδες έκκριμα από το οποίο λαμβάνεται η γόμμα-λάκα
νεοελλ.
1. χρωστική που λαμβάνεται με τη σταθεροποίηση ενός ευδιάλυτου οργανικού χρώματος, φυσικού ή συνθετικού, πάνω σε ένα εν γένει ανόργανο υπόστρωμα που είναι ένωση ενός μετάλλου
2. χρώμα τελικής επίστρωσης ή βερνίκι που δημιουργεί λεπτό, σκληρό, ανθεκτικό και λείο υμένιο, παρόμοιο με εκείνο που δημιουργεί η κομμεορητίνη λάκκα
3. κομμεορητίνη που λαμβάνεται από δένδρα της Άπω Ανατολής και χρησιμοποιείται στη διακόσμηση αντικειμένων
4. η λακ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. lacca < αραβ. lakk].