πολυφραδής: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(33)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyfradis
|Transliteration C=polyfradis
|Beta Code=polufradh/s
|Beta Code=polufradh/s
|Definition=ές, (φράζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very eloquent</b> or <b class="b2">wise</b>, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>494</span>, cf. <span class="bibl">Semon.7.93</span> (Sup.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">much talked of, famous</b>, ἔργον <span class="title">IG</span>14.2012<span class="hiitalic">A</span>26 (Sulp. Max.).</span>
|Definition=πολυφραδές, ([[φράζω]])<br><span class="bld">A</span> [[very eloquent]] or [[wise]], ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Id.''Th.''494, cf. Semon.7.93 (Sup.).<br><span class="bld">II</span> [[much talked of]], [[famous]], ἔργον ''IG''14.2012A26 (Sulp. Max.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολυφρᾰδής''': -ές, ([[φράζω]]) [[λίαν]] εὔγλωτος ἢ [[σοφός]], ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται [[λόγος]], [[περίφημος]], [[ἔργον]] Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ [[λίαν]] συνετοῦ».
|btext=ής, ές :<br />[[très sage]], [[très avisé]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φράζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυφραδής -ές &#91;[[πολύς]], [[φράζω]]] ep. dat. plur. -δέεσσι, zeer slim.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />très sage, très avisé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φράζω]].
|elrutext='''πολυφρᾰδής:''' (dat. pl. πολυφραδέεσσι) весьма рассудительный (ἐννεσίαι Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[ευφραδής]], πολύ [[εύγλωττος]] ή πολύ [[συνετός]] («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[ξακουστός]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] («πολυφραδὲς [[ἔργον]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>φράδος</i>, <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] / <i>φράζομαι</i> «[[μιλώ]], [[διανοούμαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρι</i>-[[φραδής]], <i>ευ</i>-[[φραδής]].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[ευφραδής]], πολύ [[εύγλωττος]] ή πολύ [[συνετός]] («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[ξακουστός]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] («πολυφραδὲς [[ἔργον]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>φράδος</i>, <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] / <i>φράζομαι</i> «[[μιλώ]], [[διανοούμαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρι</i>-[[φραδής]], <i>ευ</i>-[[φραδής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυφρᾰδής:''' -ές ([[φράζω]]), [[πολύ]] [[εύγλωττος]] ή [[σοφός]], σε Ησίοδ.
}}
{{ls
|lstext='''πολυφρᾰδής''': -ές, ([[φράζω]]) [[λίαν]] εὔγλωτος ἢ [[σοφός]], ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται [[λόγος]], [[περίφημος]], [[ἔργον]] Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ [[λίαν]] συνετοῦ».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-φρᾰδής, ές [[φράζω]]<br />[[very]] [[eloquent]] or [[wise]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφρᾰδής Medium diacritics: πολυφραδής Low diacritics: πολυφραδής Capitals: ΠΟΛΥΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: polyphradḗs Transliteration B: polyphradēs Transliteration C: polyfradis Beta Code: polufradh/s

English (LSJ)

πολυφραδές, (φράζω)
A very eloquent or wise, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Id.Th.494, cf. Semon.7.93 (Sup.).
II much talked of, famous, ἔργον IG14.2012A26 (Sulp. Max.).

German (Pape)

[Seite 676] ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sage, très avisé.
Étymologie: πολύς, φράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφραδής -ές [πολύς, φράζω] ep. dat. plur. -δέεσσι, zeer slim.

Russian (Dvoretsky)

πολυφρᾰδής: (dat. pl. πολυφραδέεσσι) весьма рассудительный (ἐννεσίαι Her.).

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.)
2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραδής (< αμάρτυρο τ. φράδος, τὸ < φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. αρι-φραδής, ευ-φραδής.

Greek Monotonic

πολυφρᾰδής: -ές (φράζω), πολύ εύγλωττος ή σοφός, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφρᾰδής: -ές, (φράζω) λίαν εὔγλωτος ἢ σοφός, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περίφημος, ἔργον Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ λίαν συνετοῦ».

Middle Liddell

πολυ-φρᾰδής, ές φράζω
very eloquent or wise, Hes.