ὁμοφυλία: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(29)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omofylia
|Transliteration C=omofylia
|Beta Code=o(mofuli/a
|Beta Code=o(mofuli/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sameness of race</b> or <b class="b2">tribe</b>, <span class="bibl">Str.1.2.34</span>, Plu.2.975f.</span>
|Definition=ἡ, [[sameness of race]] or [[sameness of tribe]], Str.1.2.34, Plu.2.975f.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] ἡ, Gleichheit des Stammes, Verwandtschaft des Volkes; Strab. 1, 2, 34, Plut. sol. an. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] ἡ, Gleichheit des Stammes, Verwandtschaft des Volkes; Strab. 1, 2, 34, Plut. sol. an. 23.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[identité de race]], [[de nation]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμόφυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοφῡλία:''' ἡ [[племенное родство]], [[общность происхождения]], [[рода]] или [[породы]] (ὁ. καὶ συνοιαίτησις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοφῡλία''': ἡ, ταυτότης φυλῆς ἢ γένους, Στράβ. 41, Πλούτ. 2. 975Ε.
|lstext='''ὁμοφῡλία''': ἡ, ταυτότης φυλῆς ἢ γένους, Στράβ. 41, Πλούτ. 2. 975Ε.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />identité de race, de nation.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμόφυλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμοφυλία]]) [[ομόφυλος]]<br />[[ταυτότητα]] ή [[ομοιότητα]] της φυλής ή του γένους, [[συγγένεια]] («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων [[ἔθνος]] καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει [[κατά]] τε τὴν διάλεκτον...», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ομάδα]] φυλών ή εθνών που συγγενεύουν [[μεταξύ]] τους («ιαπετική [[ομοφυλία]]»)<br /><b>2.</b> [[τάξη]] ομοειδών πραγμάτων που έχουν [[κοινή]] [[καταγωγή]] ή [[προέλευση]] («ρωμανική γλωσσική [[ομοφυλία]]» — οι νεώτερες γλώσσες που προήλθαν από τη Λατινική, οι λατινογενείς γλώσσες).
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμοφυλία]]) [[ομόφυλος]]<br />[[ταυτότητα]] ή [[ομοιότητα]] της φυλής ή του γένους, [[συγγένεια]] («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων [[ἔθνος]] καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει [[κατά]] τε τὴν διάλεκτον...», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ομάδα]] φυλών ή εθνών που συγγενεύουν [[μεταξύ]] τους («ιαπετική [[ομοφυλία]]»)<br /><b>2.</b> [[τάξη]] ομοειδών πραγμάτων που έχουν [[κοινή]] [[καταγωγή]] ή [[προέλευση]] («ρωμανική γλωσσική [[ομοφυλία]]» — οι νεώτερες γλώσσες που προήλθαν από τη Λατινική, οι λατινογενείς γλώσσες).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοφῡλία:''' ἡ, [[ταυτότητα]] ως προς τη [[φυλή]] ή το [[γένος]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμοφῡλία, ἡ,<br />[[sameness]] of [[race]] or [[tribe]], Strab. [from ὁμόφῡλος]
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοφῡλία Medium diacritics: ὁμοφυλία Low diacritics: ομοφυλία Capitals: ΟΜΟΦΥΛΙΑ
Transliteration A: homophylía Transliteration B: homophylia Transliteration C: omofylia Beta Code: o(mofuli/a

English (LSJ)

ἡ, sameness of race or sameness of tribe, Str.1.2.34, Plu.2.975f.

German (Pape)

[Seite 342] ἡ, Gleichheit des Stammes, Verwandtschaft des Volkes; Strab. 1, 2, 34, Plut. sol. an. 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
identité de race, de nation.
Étymologie: ὁμόφυλος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοφῡλία:племенное родство, общность происхождения, рода или породы (ὁ. καὶ συνοιαίτησις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοφῡλία: ἡ, ταυτότης φυλῆς ἢ γένους, Στράβ. 41, Πλούτ. 2. 975Ε.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁμοφυλία) ομόφυλος
ταυτότητα ή ομοιότητα της φυλής ή του γένους, συγγένεια («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων ἔθνος καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει κατά τε τὴν διάλεκτον...», Στράβ.)
νεοελλ.
1. ομάδα φυλών ή εθνών που συγγενεύουν μεταξύ τους («ιαπετική ομοφυλία»)
2. τάξη ομοειδών πραγμάτων που έχουν κοινή καταγωγή ή προέλευση («ρωμανική γλωσσική ομοφυλία» — οι νεώτερες γλώσσες που προήλθαν από τη Λατινική, οι λατινογενείς γλώσσες).

Greek Monotonic

ὁμοφῡλία: ἡ, ταυτότητα ως προς τη φυλή ή το γένος, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὁμοφῡλία, ἡ,
sameness of race or tribe, Strab. [from ὁμόφῡλος]