ὠμήλυσις: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omilysis
|Transliteration C=omilysis
|Beta Code=w)mh/lusis
|Beta Code=w)mh/lusis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bruised meal of raw corn</b>, esp. barley or wheat (hence with <b class="b3">κριθίνη</b> or <b class="b3">πυρίνη</b> added), used for poultices, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span> 2.31</span>, <span class="bibl"><span class="title">Nat.Mul.</span>27</span>, Gal.10.282, 19.156; applied without water, Id.12.863; written divisim, μετὰ ὠμῆς λύσεως Dsc.3.24, Arching. ap. Gal.12.675, <span class="title">Gp.</span>14.7.7. (Compd. of <b class="b3">ὠμός</b> and <b class="b3">Αλῠσις</b> 'grinding', cf. <b class="b3">ἄλεσις, ἀλέω, ἄλευρον</b>, and foreg.; also perh. OE. <b class="b2">ealu</b> 'ale':—the form <b class="b3">ὠμῆς λύσεως</b> by popular etymology: εἰρῆσθαι δὲ ὅτι οὐ φρυγόμενον ἀλήθεται <span class="title">AB</span>318.)</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[bruised meal of raw corn]], esp. barley or wheat (hence with [[κριθίνη]] or [[πυρίνη]] added), used for poultices, Hp.''Morb.'' 2.31, ''Nat.Mul.''27, Gal.10.282, 19.156; applied without water, Id.12.863; written divisim, μετὰ ὠμῆς λύσεως Dsc.3.24, Arching. ap. Gal.12.675, ''Gp.''14.7.7. (Compd. of [[ὠμός]] and *[[ἄλυσις]] '[[grinding]]', cf. [[ἄλεσις]], [[ἀλέω]], [[ἄλευρον]], and [[ὠμήλυσις]]; also perhaps OE. ealu '[[ale]]':—the form <b class="b3">ὠμῆς λύσεως</b> by popular etymology: εἰρῆσθαι δὲ ὅτι οὐ φρυγόμενον ἀλήθεται ''AB''318.)
}}
{{ls
|lstext='''ὠμήλῠσις''': -εως, ἡ, ἀντὶ ὠμὴ [[λύσις]] (ὠμὴ [[διάλυσις]]), δηλ. χονδροκοπανισμένον [[ἄλευρον]] ἐξ ὠμῆς (ἀβράστου) κριθῆς ἢ σίτου ([[ὅθεν]] συνάπτονται οἱ προσδιορισμοὶ κριθίνη ἢ [[πυρίνη]]), ἐν χρήσει [[κυρίως]] πρὸς παρασκευὴν καταπλασμάτων, Ἱππ. 741. 19., 570. 4, κλπ.· γράφεται καὶ ἐν διαστάσει, μετὰ ὠμῆς λύσεως Διοσκ. 3. 29, Γεωπον., κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ύσεως, ἡ, ΜΑ<br />χοντροκοπανισμένο [[αλεύρι]] από ωμό [[σιτάρι]] ή [[κριθάρι]], που το χρησιμοποιούσαν, [[κυρίως]], για την [[παρασκευή]] καταπλασμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήλυσις]], [[αντί]] <i>ὠμ</i>-<i>ήλεσις</i> ([[πρβλ]]. [[ὠμήλετον]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλέ</i>(<i>F</i>)<i>ω</i> «[[συντρίβω]], [[αλέθω]]» (με μηδενισμένο το [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- και [[αντιπροσώπευση]] του -<i>F</i>- με τη φωνηεντική του [[μορφή]] -<i>υ</i>- [[πριν]] από [[σύμφωνο]] και [[έκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- λόγω συνθέσεως)].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, eigtl. ὠμὴ [[λύσις]], <i>geschrotenes Mehl von ungeröstetem [[Getreide]]</i>, gew. [[Gerste]], [[Weizen]], κριθίνη oder [[πυρίνη]], es wurde bes. als [[Arzneimittel]] zu Umschlägen [[gebraucht]], Medic., Hesych.
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμήλῠσις Medium diacritics: ὠμήλυσις Low diacritics: ωμήλυσις Capitals: ΩΜΗΛΥΣΙΣ
Transliteration A: ōmḗlysis Transliteration B: ōmēlysis Transliteration C: omilysis Beta Code: w)mh/lusis

English (LSJ)

-εως, ἡ, bruised meal of raw corn, esp. barley or wheat (hence with κριθίνη or πυρίνη added), used for poultices, Hp.Morb. 2.31, Nat.Mul.27, Gal.10.282, 19.156; applied without water, Id.12.863; written divisim, μετὰ ὠμῆς λύσεως Dsc.3.24, Arching. ap. Gal.12.675, Gp.14.7.7. (Compd. of ὠμός and *ἄλυσις 'grinding', cf. ἄλεσις, ἀλέω, ἄλευρον, and ὠμήλυσις; also perhaps OE. ealu 'ale':—the form ὠμῆς λύσεως by popular etymology: εἰρῆσθαι δὲ ὅτι οὐ φρυγόμενον ἀλήθεται AB318.)

Greek (Liddell-Scott)

ὠμήλῠσις: -εως, ἡ, ἀντὶ ὠμὴ λύσις (ὠμὴ διάλυσις), δηλ. χονδροκοπανισμένον ἄλευρον ἐξ ὠμῆς (ἀβράστου) κριθῆς ἢ σίτου (ὅθεν συνάπτονται οἱ προσδιορισμοὶ κριθίνη ἢ πυρίνη), ἐν χρήσει κυρίως πρὸς παρασκευὴν καταπλασμάτων, Ἱππ. 741. 19., 570. 4, κλπ.· γράφεται καὶ ἐν διαστάσει, μετὰ ὠμῆς λύσεως Διοσκ. 3. 29, Γεωπον., κτλ.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, ΜΑ
χοντροκοπανισμένο αλεύρι από ωμό σιτάρι ή κριθάρι, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για την παρασκευή καταπλασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ήλυσις, αντί ὠμ-ήλεσις (πρβλ. ὠμήλετον) < ἀλέ(F)ω «συντρίβω, αλέθω» (με μηδενισμένο το φωνήεν -ε- και αντιπροσώπευση του -F- με τη φωνηεντική του μορφή -υ- πριν από σύμφωνο και έκταση του α- σε η- λόγω συνθέσεως)].

German (Pape)

ἡ, eigtl. ὠμὴ λύσις, geschrotenes Mehl von ungeröstetem Getreide, gew. Gerste, Weizen, κριθίνη oder πυρίνη, es wurde bes. als Arzneimittel zu Umschlägen gebraucht, Medic., Hesych.