πανσυδί: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(30)
(CSV import)
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pansydi
|Transliteration C=pansydi
|Beta Code=pansudi/
|Beta Code=pansudi/
|Definition=or πανσυ-δεί, Adv., (σεύομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with all one's force</b>, hence = [[πανστρατιᾷ]], π. διεφθάρθαι <b class="b2">utterly</b>, <span class="bibl">Th.8.1</span>, cf. <span class="bibl">Pherecr.31</span>, <span class="bibl">D.H.5.46</span>: written πασσυδί <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.18</span>, <span class="bibl">Onos.42.12</span>, v.l. for sq. in <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.4.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ages.</span>2.19</span>.</span>
|Definition=or [[πανσυδεί]], Adv., ([[σεύομαι]]) [[with all one's force]], hence = [[πανστρατιᾷ]], π. διεφθάρθαι [[utterly]], Th.8.1, cf. Pherecr.31, D.H.5.46: written πασσυδί [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.18, Onos.42.12, [[varia lectio|v.l.]] for [[πανσυδίᾳ]] in X.''HG''4.4.9, ''Ages.''2.19.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[avec toutes les forces réunies]];<br /><b>2</b> [[entièrement]], [[complètement]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πανσυδί ook πασσυδί &#91;[[πᾶς]], [[σεύω]]] adv., met de hele krijgsmacht; uitbr. geheel en al.
}}
{{pape
|ptext== [[πανσυδίῃ]].
}}
{{elru
|elrutext='''πανσῠδί:''' Xen. πασσῠδί adv. [[σεύω]]<br /><b class="num">1</b> [[всеми силами]] (βοηθεῖν Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[окончательно]], [[наголову]] (διεφθάρθαι Thuc.).
}}
{{grml
|mltxt=και πασσυδί και [[πανσυδεί]] και [[πασσυδεί]] και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, [[κατά]] δ. γρφ., πασσυδίη και [[πανσυδίην]], και [[πασσυδίην]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῦντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῖ καὶ [[αὐτός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> παντελώς<br /><b>3.</b> με [[κάθε]] [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>συ</i>- του <i>σεύομαι</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[ορμώ]], [[διώκω]]» (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐσ</i>-<i>σύ</i>-<i>μην</i>) με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ί</i>(<i>ᾳ</i> / <i>ην</i>) / -<i>εί</i>. Ο τ. [[πασσυδεί]] με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>σ</i>-. Τέλος, το επίρρ. [[πανσυδί]] έχει ευρύ σημασιολογικό [[περιεχόμενο]] και χρησιμοποιείται τόσο στο στρατιωτικό [[λεξιλόγιο]] με σημ. «με όλο το [[στράτευμα]]» όσο και με τη γενικότερη σημ. «με όλες τις δυνάμεις, παντελώς, [[γρήγορα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πανσῠδί:''' ή -δεί, επίρρ., (<i>σεύομαι</i>), με όλη τη [[δύναμη]]· <i>πανσυδὶ διεφθάραι</i>, παντελώς, απόλυτα, σε Θουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πανσυδί''': ἢ -δεί, Ἐπίρρ. (√ΣΥ, σεύομαι) [[μετὰ]] πάσης δυνάμεως, [[ὅθεν]] = [[πανστρατιᾷ]] ἢ πανδημί, π. βοηθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 9, Ἀγησ. 2. 19˙ πασσυδὶ ([[οὕτως]] ὁ Βεκκῆρ.) διεφθάρθαι, παντελῶς, Θουκ. 8. 1, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Αὐτομόλοις» 11, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.
|lstext='''πανσυδί''': ἢ -δεί, Ἐπίρρ. (√ΣΥ, σεύομαι) μετὰ πάσης δυνάμεως, [[ὅθεν]] = [[πανστρατιᾷ]] ἢ πανδημί, π. βοηθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 9, Ἀγησ. 2. 19˙ πασσυδὶ ([[οὕτως]] ὁ Βεκκῆρ.) διεφθάρθαι, παντελῶς, Θουκ. 8. 1, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Αὐτομόλοις» 11, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.
}}
{{etym
|etymtx=(<b class="b3">-εί</b>)<br />Grammatical information: adv.<br />Meaning: [[rushing in collectively or jointly]], [[with the entire army]] (Th., Pherecr., X.).<br />Other forms: assim. <b class="b3">πασσ-</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">-δίῃ</b> (Il., A. R.), <b class="b3">-δίᾳ</b> (E., X.) <b class="b2">id.</b>, also [[in a great hurry]] (cf. Leumann Hom. Wörter 190), <b class="b3">-δίην</b> (EM, H. s. [[πασσύριον]]); <b class="b3">-δόν</b> [[together]] (Nonn.). Denom. vb. [[πασ]]<[[σ]]><b class="b3">υ-διάζω</b> [[to assemble]] (Cyme; empire.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Compound of <b class="b3">πάν</b> and [[σεύομαι]] (<b class="b3">σύ-το</b>) with adv. <b class="b3">-δί</b> (cf. <b class="b3">σύ-δην</b>), <b class="b3">-δίᾳ</b>, <b class="b3">-δίην</b>, <b class="b3">-δόν</b>; on the suffixes Schwyzer 623 a. 626.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[σεύομαι]<br />with all one's [[force]]; π. διεφθάρθαι [[utterly]], Thuc.
}}
}}
{{bailly
{{FriskDe
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> avec toutes les forces réunies;<br /><b>2</b> entièrement, complètement.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σεύω]].
|ftr='''πανσυδί''': (-εί),<br />{pansŭdí}<br />'''Forms''': assim. πασσ-<br />'''Meaning''': ‘insgesamt od. gemeinsam einherstürmend, mit der ganzen Heeresmacht’ (Th., Pherekr., X. u.a.),<br />'''Derivative''': -δίῃ (Il., A. R.), -δίᾳ (E., X. u.a.) ib., auch [[in aller Eile]] (vgl. Leumann Hom. Wörter 190), -δίην (''EM'', H. s. [[πασσύριον]]); -δόν [[zusammen]] (Nonn.). Denom. Vb. πασ<σ>υδιάζω [[versammeln]] (Kyme; Kaiserz.).<br />'''Etymology''': Zusammenbildung von πάν und σεύομαι ([[σύτο]]) mit adv. -δί (vgl. [[σύδην]]), -δίᾳ, -δίην, -δόν; zu den Suffixen Schwyzer 623 u. 626.<br />'''Page''' 2,471
}}
}}
{{grml
{{lxth
|mltxt=και πασσυδί και [[πανσυδεί]] και [[πασσυδεί]] και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, [[κατά]] δ. γρφ., πασσυδίη και [[πανσυδίην]], και [[πασσυδίην]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῡντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ [[αὐτός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> παντελώς<br /><b>3.</b> με [[κάθε]] [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>συ</i>- του <i>σεύομαι</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[ορμώ]], [[διώκω]]» (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐσ</i>-<i>σύ</i>-<i>μην</i>) με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ί</i>(<i>ᾳ</i> / <i>ην</i>) / -<i>εί</i>. Ο τ. [[πασσυδεί]] με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>σ</i>-. Τέλος, το επίρρ. [[πανσυδί]] έχει ευρύ σημασιολογικό [[περιεχόμενο]] και χρησιμοποιείται τόσο στο στρατιωτικό [[λεξιλόγιο]] με σημ. «με όλο το [[στράτευμα]]» όσο και με τη γενικότερη σημ. «με όλες τις δυνάμεις, παντελώς, [[γρήγορα]]»].
|lthtxt=''[[funditus]], [[omnino]]'', [[utterly]], [[completely]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.1.1/ 8.1.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> πανσυδεὶ]
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανσῠδί Medium diacritics: πανσυδί Low diacritics: πανσυδί Capitals: ΠΑΝΣΥΔΙ
Transliteration A: pansydí Transliteration B: pansydi Transliteration C: pansydi Beta Code: pansudi/

English (LSJ)

or πανσυδεί, Adv., (σεύομαι) with all one's force, hence = πανστρατιᾷ, π. διεφθάρθαι utterly, Th.8.1, cf. Pherecr.31, D.H.5.46: written πασσυδί X.Cyr.1.4.18, Onos.42.12, v.l. for πανσυδίᾳ in X.HG4.4.9, Ages.2.19.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec toutes les forces réunies;
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶν, σεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανσυδί ook πασσυδί [πᾶς, σεύω] adv., met de hele krijgsmacht; uitbr. geheel en al.

German (Pape)

πανσυδίῃ.

Russian (Dvoretsky)

πανσῠδί: Xen. πασσῠδί adv. σεύω
1 всеми силами (βοηθεῖν Xen.);
2 окончательно, наголову (διεφθάρθαι Thuc.).

Greek Monolingual

και πασσυδί και πανσυδεί και πασσυδεί και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, κατά δ. γρφ., πασσυδίη και πανσυδίην, και πασσυδίην Α
επίρρ.
1. με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῦντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῖ καὶ αὐτός», Ξεν.)
2. παντελώς
3. με κάθε προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θ. συ- του σεύομαι «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. ἐσ-σύ-μην) με οδοντική παρέκταση -δ- + επιρρμ. κατάλ. -ί( / ην) / -εί. Ο τ. πασσυδεί με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -σ-. Τέλος, το επίρρ. πανσυδί έχει ευρύ σημασιολογικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται τόσο στο στρατιωτικό λεξιλόγιο με σημ. «με όλο το στράτευμα» όσο και με τη γενικότερη σημ. «με όλες τις δυνάμεις, παντελώς, γρήγορα»].

Greek Monotonic

πανσῠδί: ή -δεί, επίρρ., (σεύομαι), με όλη τη δύναμη· πανσυδὶ διεφθάραι, παντελώς, απόλυτα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πανσυδί: ἢ -δεί, Ἐπίρρ. (√ΣΥ, σεύομαι) μετὰ πάσης δυνάμεως, ὅθεν = πανστρατιᾷ ἢ πανδημί, π. βοηθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 9, Ἀγησ. 2. 19˙ πασσυδὶ (οὕτως ὁ Βεκκῆρ.) διεφθάρθαι, παντελῶς, Θουκ. 8. 1, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Αὐτομόλοις» 11, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.

Frisk Etymological English

(-εί)
Grammatical information: adv.
Meaning: rushing in collectively or jointly, with the entire army (Th., Pherecr., X.).
Other forms: assim. πασσ-.
Derivatives: -δίῃ (Il., A. R.), -δίᾳ (E., X.) id., also in a great hurry (cf. Leumann Hom. Wörter 190), -δίην (EM, H. s. πασσύριον); -δόν together (Nonn.). Denom. vb. πασ<σ>υ-διάζω to assemble (Cyme; empire.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of πάν and σεύομαι (σύ-το) with adv. -δί (cf. σύ-δην), -δίᾳ, -δίην, -δόν; on the suffixes Schwyzer 623 a. 626.

Middle Liddell

[σεύομαι]
with all one's force; π. διεφθάρθαι utterly, Thuc.

Frisk Etymology German

πανσυδί: (-εί),
{pansŭdí}
Forms: assim. πασσ-
Meaning: ‘insgesamt od. gemeinsam einherstürmend, mit der ganzen Heeresmacht’ (Th., Pherekr., X. u.a.),
Derivative: -δίῃ (Il., A. R.), -δίᾳ (E., X. u.a.) ib., auch in aller Eile (vgl. Leumann Hom. Wörter 190), -δίην (EM, H. s. πασσύριον); -δόν zusammen (Nonn.). Denom. Vb. πασ<σ>υδιάζω versammeln (Kyme; Kaiserz.).
Etymology: Zusammenbildung von πάν und σεύομαι (σύτο) mit adv. -δί (vgl. σύδην), -δίᾳ, -δίην, -δόν; zu den Suffixen Schwyzer 623 u. 626.
Page 2,471

Lexicon Thucydideum

funditus, omnino, utterly, completely, 8.1.1, [vulgo commonly πανσυδεὶ]