πίεσμα: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
(32)
mNo edit summary
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πῐεσμα
|Full diacritics=πῐ́εσμα
|Medium diacritics=πίεσμα
|Medium diacritics=πίεσμα
|Low diacritics=πίεσμα
|Low diacritics=πίεσμα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=piesma
|Transliteration C=piesma
|Beta Code=pi/esma
|Beta Code=pi/esma
|Definition=ατος, Dor. and later Gr. πίασμα, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything pressed</b>: </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">pulpy mass left after pressing, pomace</b>, μυροβαλάνου Gal.10.911, <span class="title">Gp.</span>20.28 : pl., of <b class="b2">cakes</b> of olive-pulp, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>9.1030.11</span> (ii A. D., in form <b class="b3">πιάσματα</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">juice pressed out</b>, Dsc.1.78. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[πίεσις]], δακτύλου πιέσματι <span class="bibl">Eub.75.11</span> (<b class="b3">πιάσματι</b> codd.Ath.), cf.<span class="title">AP</span>12.41 (Mel.).</span>
|Definition=-ατος, Dor. and later Gr. [[πίασμα]], τό,<br><span class="bld">A</span> [[anything pressed]]:<br><span class="bld">1</span> [[pulpy mass left after pressing]], [[pomace]], μυροβαλάνου Gal.10.911, ''Gp.''20.28: pl., of [[cakes]] of [[olive]]-[[pulp]], ''PSI''9.1030.11 (ii A. D., in form [[πιάσματα]]).<br><span class="bld">2</span> [[juice pressed out]], Dsc.1.78.<br><span class="bld">II</span> = [[πίεσις]], δακτύλου πιέσματι Eub.75.11 ([[πιάσματι]] codd.Ath.), cf.''AP''12.41 (Mel.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] τό, 1) das Gedrückte, Gepreßte, sowohl der herausgedrückte Saft, als die ausgepreßte, trockne, übrig gebliebene Masse, Trestern, Sp. – 2) = [[πίεσις]], Mel. 49 (XII, 41).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] τό, 1) das [[Gedrückte]], [[Gepreßte]], sowohl der herausgedrückte Saft, als die ausgepreßte, trockne, übrig gebliebene Masse, Trestern, Sp. – 2) = [[πίεσις]], Mel. 49 (XII, 41).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πίεσμα''': Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. [[πίασμα]], τό, ([[πιέζω]]) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ [[μᾶζα]] ἡ ὑπολειπομένη [[μετὰ]] τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων [[χυμός]], Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = [[πίεσις]], δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I. 1</b> ce qu'on presse, masse pressée;<br /><b>2</b> [[jus]] <i>ou</i> suc exprimé;<br /><b>II.</b> [[pression]].<br />'''Étymologie:''' [[πιέζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πίεσμα -ατος, τό [πιέζω] [[het drukken]], [[indruk]]; seks. [[het neuken]]. AP 12.41.3.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I. 1</b> ce qu’on presse, masse pressée;<br /><b>2</b> jus <i>ou</i> suc exprimé;<br /><b>II.</b> pression.<br />'''Étymologie:''' [[πιέζω]].
|elrutext='''πίεσμα:''' ατος τό [[давление]] Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[πίασμα]] Α [[πιέζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] της πίεσης, [[καθετί]] που προέρχεται από [[πίεση]], [[κάθε]] πεπιεσμένο («[[πίεσμα]] μυροβαλάνου» — η [[μάζα]] του μυροβαλάνου που απομένει [[μετά]] τη σύνθλιψή του, <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[άλλος]] [[τύπος]] του όρου της βυζαντινής μουσικής [[πίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πιέσματα</i><br />πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που προέρχεται από [[πίεση]] ή [[σύνθλιψη]]<br /><b>3.</b> η [[πίεση]] («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).
|mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[πίασμα]] Α [[πιέζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] της πίεσης, [[καθετί]] που προέρχεται από [[πίεση]], [[κάθε]] πεπιεσμένο («[[πίεσμα]] μυροβαλάνου» — η [[μάζα]] του μυροβαλάνου που απομένει [[μετά]] τη σύνθλιψή του, <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[άλλος]] [[τύπος]] του όρου της βυζαντινής μουσικής [[πίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πιέσματα</i><br />πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που προέρχεται από [[πίεση]] ή [[σύνθλιψη]]<br /><b>3.</b> η [[πίεση]] («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πίεσμα:''' -ατος, τό ([[πιέζω]]), [[πίεση]], [[συμπίεση]], σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''πίεσμα''': Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. [[πίασμα]], τό, ([[πιέζω]]) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ [[μᾶζα]] ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων [[χυμός]], Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = [[πίεσις]], δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πίεσμα]], ατος, τό, [[πιέζω]]<br />[[pressure]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 17 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐ́εσμα Medium diacritics: πίεσμα Low diacritics: πίεσμα Capitals: ΠΙΕΣΜΑ
Transliteration A: píesma Transliteration B: piesma Transliteration C: piesma Beta Code: pi/esma

English (LSJ)

-ατος, Dor. and later Gr. πίασμα, τό,
A anything pressed:
1 pulpy mass left after pressing, pomace, μυροβαλάνου Gal.10.911, Gp.20.28: pl., of cakes of olive-pulp, PSI9.1030.11 (ii A. D., in form πιάσματα).
2 juice pressed out, Dsc.1.78.
II = πίεσις, δακτύλου πιέσματι Eub.75.11 (πιάσματι codd.Ath.), cf.AP12.41 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 613] τό, 1) das Gedrückte, Gepreßte, sowohl der herausgedrückte Saft, als die ausgepreßte, trockne, übrig gebliebene Masse, Trestern, Sp. – 2) = πίεσις, Mel. 49 (XII, 41).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. 1 ce qu'on presse, masse pressée;
2 jus ou suc exprimé;
II. pression.
Étymologie: πιέζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πίεσμα -ατος, τό [πιέζω] het drukken, indruk; seks. het neuken. AP 12.41.3.

Russian (Dvoretsky)

πίεσμα: ατος τό давление Anth.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α πιέζω
το αποτέλεσμα της πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» — η μάζα του μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.)
νεοελλ.-μσν.
άλλος τύπος του όρου της βυζαντινής μουσικής πίασμα
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ πιέσματα
πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές
2. το υγρό που προέρχεται από πίεση ή σύνθλιψη
3. η πίεση («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).

Greek Monotonic

πίεσμα: -ατος, τό (πιέζω), πίεση, συμπίεση, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πίεσμα: Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. πίασμα, τό, (πιέζω) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ μᾶζα ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων χυμός, Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = πίεσις, δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.

Middle Liddell

πίεσμα, ατος, τό, πιέζω
pressure, Anth.