συμπτύσσω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symptysso
|Transliteration C=symptysso
|Beta Code=sumptu/ssw
|Beta Code=sumptu/ssw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fold</b> or <b class="b2">pack together</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>691</span>:—Pass., <b class="b3">βλέφαρα</b> <b class="b3">συμπτυσσόμενα</b> eyelids <b class="b2">which close</b>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>10.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Pass., <b class="b3">σνμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα</b> <b class="b2">are folded together</b> fan-wise, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>5.115</span>: metaph., <b class="b2">to be implicit, not yet unfolded</b>, ἀριθμὸς ἔτι συνεπτυγμένος <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>1</span>; <b class="b3">ἐν τῷ κέντρῳ -έπτυκται ὁ κύκλος</b> ib.<span class="bibl">32</span>, cf. <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span> 171</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">knock in, dent</b>, <b class="b3">συνεπτυγμένον ἄργυρον</b>, = <b class="b2">collisum argentum</b>, Gloss.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[fold together]] or [[pack together]], S.''Tr.''691:—Pass., [[βλέφαρα]] [[συμπτυσσόμενα]] = [[eyelid]]s which [[close]], Gal.''UP''10.6.<br><span class="bld">2</span> Pass., <b class="b3">σνμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα</b> are [[fold]]ed [[together]] [[fan]]-wise, Procl.''Hyp.''5.115: metaph., to [[be implicit]], [[be not yet unfolded]], ἀριθμὸς ἔτι συνεπτυγμένος Dam.''Pr.''1; <b class="b3">ἐν τῷ κέντρῳ συνέπτυκται ὁ κύκλος</b> = in the [[centre]] the [[circle]] has been packed together ib.32, cf. Procl.''Inst.'' 171.<br><span class="bld">3</span> [[knock in]], [[dent]], [[συνεπτυγμένον ἄργυρον]] = [[collisum argentum]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] zusammenfalten, ein Gewand, Soph. Tr. 688; daher auch verschließen, Ggstz von [[ἀναπτύσσω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] zusammenfalten, ein Gewand, Soph. Tr. 688; daher auch verschließen, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἀναπτύσσω]].
}}
{{bailly
|btext=plier ensemble ; fermer, enfermer, serrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πτύσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πτύσσω &#91;[[σύν]], [[πτύσσω]]] [[samenvouwen]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπτύσσω:''' [[складывать]], [[укладывать]] ([[δῶρον]] κοίλῳ ζυγάστρῳ Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπτύσσω''': [[πτύσσω]], διπλώνω [[ὁμοῦ]], διπλώνω καὶ θέτω κατὰ [[μέρος]], Σοφ. Τρ. 691. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνατείνομαι, Ἰωανν. Διακ. Ἀλληγ. εἰς Ἡσ. Θεογ. σ. 450.
|lstext='''συμπτύσσω''': [[πτύσσω]], διπλώνω [[ὁμοῦ]], διπλώνω καὶ θέτω κατὰ [[μέρος]], Σοφ. Τρ. 691. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνατείνομαι, Ἰωανν. Διακ. Ἀλληγ. εἰς Ἡσ. Θεογ. σ. 450.
}}
{{bailly
|btext=plier ensemble ; fermer, enfermer, serrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πτύσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[περιστέλλω]], [[συμμαζεύω]], [[διπλώνω]] (α. «[[συμπτύσσω]] τα [[ιστία]]» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη [[πάλιν]]», Νικ. Χων.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[παράταξη]]) [[ελαττώνω]] την [[έκταση]], [[πυκνώνω]] τις γραμμές («συμπτυχθείτε» — πυκνώστε τους ζυγούς)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμπτύσσομαι</i><br />[[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]] («το εκστρατευτικό [[σώμα]] έλαβε [[διαταγή]] να συμπτυχθεί»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συντομεύω]] («[[συμπτύσσω]] το [[άρθρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διπλώνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[ενσφηνώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «βλέφαρα συμπτυσσόμενα» — βλέφαρα που μπορούν να ανοιγοκλείνουν (<b>Γαλ.</b>)<br />β) «συμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα» — τα επίπεδα διπλώνουν [[μαζί]] σαν [[βεντάλια]] <b>(Πρόκλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτύσσω]] «[[αναδιπλώνω]], [[μαζεύω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[περιστέλλω]], [[συμμαζεύω]], [[διπλώνω]] (α. «[[συμπτύσσω]] τα [[ιστία]]» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη [[πάλιν]]», Νικ. Χων.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[παράταξη]]) [[ελαττώνω]] την [[έκταση]], [[πυκνώνω]] τις γραμμές («συμπτυχθείτε» — πυκνώστε τους ζυγούς)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμπτύσσομαι</i><br />[[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]] («το εκστρατευτικό [[σώμα]] έλαβε [[διαταγή]] να συμπτυχθεί»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συντομεύω]] («[[συμπτύσσω]] το [[άρθρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διπλώνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[ενσφηνώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «βλέφαρα συμπτυσσόμενα» — βλέφαρα που μπορούν να ανοιγοκλείνουν (<b>Γαλ.</b>)<br />β) «συμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα» — τα επίπεδα διπλώνουν [[μαζί]] σαν [[βεντάλια]] <b>(Πρόκλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτύσσω]] «[[αναδιπλώνω]], [[μαζεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπτύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[διπλώνω]] μαζί, [[διπλώνω]] και [[τοποθετώ]] στο πλάι, [[συμμαζεύω]], σε Σοφ.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[διπλώνω]]). Ἀπό τό σύν + [[πτύσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπτύσσω Medium diacritics: συμπτύσσω Low diacritics: συμπτύσσω Capitals: ΣΥΜΠΤΥΣΣΩ
Transliteration A: symptýssō Transliteration B: symptyssō Transliteration C: symptysso Beta Code: sumptu/ssw

English (LSJ)

A fold together or pack together, S.Tr.691:—Pass., βλέφαρα συμπτυσσόμενα = eyelids which close, Gal.UP10.6.
2 Pass., σνμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα are folded together fan-wise, Procl.Hyp.5.115: metaph., to be implicit, be not yet unfolded, ἀριθμὸς ἔτι συνεπτυγμένος Dam.Pr.1; ἐν τῷ κέντρῳ συνέπτυκται ὁ κύκλος = in the centre the circle has been packed together ib.32, cf. Procl.Inst. 171.
3 knock in, dent, συνεπτυγμένον ἄργυρον = collisum argentum, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 990] zusammenfalten, ein Gewand, Soph. Tr. 688; daher auch verschließen, Gegensatz von ἀναπτύσσω.

French (Bailly abrégé)

plier ensemble ; fermer, enfermer, serrer.
Étymologie: σύν, πτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πτύσσω [σύν, πτύσσω] samenvouwen.

Russian (Dvoretsky)

συμπτύσσω: складывать, укладывать (δῶρον κοίλῳ ζυγάστρῳ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπτύσσω: πτύσσω, διπλώνω ὁμοῦ, διπλώνω καὶ θέτω κατὰ μέρος, Σοφ. Τρ. 691. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνατείνομαι, Ἰωανν. Διακ. Ἀλληγ. εἰς Ἡσ. Θεογ. σ. 450.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» — πυκνώστε τους ζυγούς)
2. στρ. (μέσ. και παθ.) συμπτύσσομαι
υποχωρώ, οπισθοχωρώ («το εκστρατευτικό σώμα έλαβε διαταγή να συμπτυχθεί»)
3. μτφ. συντομεύωσυμπτύσσω το άρθρο»)
αρχ.
1. διπλώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. ενσφηνώνω
3. φρ. α) «βλέφαρα συμπτυσσόμενα» — βλέφαρα που μπορούν να ανοιγοκλείνουν (Γαλ.)
β) «συμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα» — τα επίπεδα διπλώνουν μαζί σαν βεντάλια (Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πτύσσω «αναδιπλώνω, μαζεύω»].

Greek Monotonic

συμπτύσσω: μέλ. -ξω, διπλώνω μαζί, διπλώνω και τοποθετώ στο πλάι, συμμαζεύω, σε Σοφ.

Mantoulidis Etymological

(=διπλώνω). Ἀπό τό σύν + πτύσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.