ὑψίπεδος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(44) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsipedos | |Transliteration C=ypsipedos | ||
|Beta Code=u(yi/pedos | |Beta Code=u(yi/pedos | ||
|Definition= | |Definition=ὑψίπεδον, [[with high ground]], [[high-placed]], Pi.''I.''1.31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[au sol élevé]], [[situé sur une hauteur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πέδον]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit hohem [[Boden]], [[hochgelegen]]</i>, [[ἕδος]] Pind. <i>I</i>. 1.31. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίπεδος:''' [[высоко расположенный]] (Θεράπνας [[ἕδος]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψίπεδος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[ἔδαφος]], ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42. | |lstext='''ὑψίπεδος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[ἔδαφος]], ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὑψῐπεδος | |sltr=<b>ὑψῐπεδος</b> [[high]] [[above]] the [[plain]] Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων [[ἕδος]] (I. 1.31) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπεδος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπεδος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υψίπεδο]]- επίπεδη, σχετικά, ορεινή [[περιοχή]] που βρίσκεται σε μεγάλο [[υψόμετρο]] και κατ' [[επέκταση]] εκτεταμένο [[οροπέδιο]] (α. «το [[υψίπεδο]] του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), [[πρβλ]]. [[πλατύπεδος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑψίπεδος:''' -ον, αυτός που έχει υψηλό [[έδαφος]], αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑψί-πεδος, ον,<br />with [[high]] [[ground]], [[high]]-placed, Pind. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό ὕψι + [[πέδον]] τοῦ [[πούς]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑψίπεδον, with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol élevé, situé sur une hauteur.
Étymologie: ὕψι, πέδον.
German (Pape)
mit hohem Boden, hochgelegen, ἕδος Pind. I. 1.31.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπεδος: высоко расположенный (Θεράπνας ἕδος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν ἔδαφος, ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.
English (Slater)
ὑψῐπεδος high above the plain Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίπεδος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο- επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ' επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πεδος (< πέδον), πρβλ. πλατύπεδος].
Greek Monotonic
ὑψίπεδος: -ον, αυτός που έχει υψηλό έδαφος, αυτός που βρίσκεται ψηλά, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὑψί-πεδος, ον,
with high ground, high-placed, Pind.