τροφαλίς: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(42)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trofalis
|Transliteration C=trofalis
|Beta Code=trofali/s
|Beta Code=trofali/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fresh cheese</b>, <span class="bibl">Eup.277</span>, <span class="bibl">Antiph.49</span> (troch.); <b class="b3">τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν</b> a <b class="b2">piece</b> of Sicilian cheese, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>838</span>, cf. <span class="bibl">Herm.Hist.2</span>; whence the joke, καλεῖ . . τὴν . . Τυρὼ τροφαλίδα <span class="title">Com.Adesp.</span>393; τ. ὀβολιαῖαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>522a31</span>.—The form τρυφαλίς is common in later writers, as <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>13</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.18</span> (rejected in favour of τροφαλίς Id.1.91), Hsch.; <b class="b3">τὰς δέκα στρυ' φαλιδας</b> (sic cod. A, ν superscr. A<span class="bibl">1</span>) τοῦ γάλακτος <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>17.18</span>; a form τροφαλλίς occurs in codd. of <span class="bibl">Eust.1535.22</span> (in citation of <span class="title">Com.Adesp.</span> l.c.); Hsch. also cites τραφαλλίς, τραφαλλος. (From τρέφω <span class="bibl">1</span> acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">1.91</span>, but the spelling <b class="b3">τρυφ-</b>, which he mentions, remains, unexplained: oxyt. acc. to Hdn.Gr. ll. cc., so that the accus. <b class="b3">τρόφαλιν</b> in Erot. s.v. [[τεθραμμένον]] must be an error.)</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, [[fresh cheese]], Eup.277, Antiph.49 (troch.); <b class="b3">τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν</b> a [[piece]] of Sicilian cheese, Ar.''V.''838, cf. Herm.Hist.2; whence the joke, καλεῖ.. τὴν.. Τυρὼ τροφαλίδα ''Com.Adesp.''393; τ. ὀβολιαῖαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''522a31.—The form τρυφαλίς is common in later writers, as Luc.''Lex.''13, Hdn.Gr.2.18 (rejected in favour of τροφαλίς Id.1.91), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; <b class="b3">τὰς δέκα στρυ' φαλιδας</b> (sic cod. A, ν superscr. A''1'') τοῦ γάλακτος [[LXX]] ''1 Ki.''17.18; a form τροφαλλίς occurs in codd. of Eust.1535.22 (in citation of ''Com.Adesp.'' [[l.c.]]); [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] also cites τραφαλλίς, τραφαλλος. (From τρέφω ''1'' acc. to Hdn.Gr.1.91, but the spelling <b class="b3">τρυφ-</b>, which he mentions, remains, unexplained: oxyt. acc. to Hdn.Gr. ll. cc., so that the accus. [[τρόφαλιν]] in Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[τεθραμμένον]] must be an error.)
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />[[fromage frais]].<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τροφαλίς -ίδος, ἡ [τρέφω] homp:. τροφαλὶς τυροῦ Σικελική een Sicilische homp kaas Aristoph. Ve. 838.
}}
{{pape
|ptext=ίδος, ἡ, <i>das [[Geronnene]], [[frisch]] gemachter Käse</i>, von τρέφειν [[γάλα]], auch τυροῦ [[τροφαλίς]], Ar. <i>Vesp</i>. 838, Antiphan. bei Ath. X.455f; auch [[τροφαλλίς]] [[geschrieben]], äol. [[τρυφαλίς]], auch [[τραφαλός]], [[τραφαλίς]], vgl. <i>B.A</i>. 65.
}}
{{elru
|elrutext='''τροφᾰλίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ [[творог]] Arst.: τ. τυροῦ Arph. кусок сыра.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τροφᾱλίς''': -ίδος, ἡ, κεφάλι νωποῦ τυροῦ, («μακρὸς τυρὸς» Ἡσύχ.) (ἐκ τοῦ [[τρέφω]] Ι), Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 5· τροφαλίδας δὲ λινοσάρκους μανθάνεις; τυρὸν [[λέγω]] Ἀντιφάνης ἐν «Αὑτοῦ ἐρῶντι» 1· τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν, [[τεμάχιον]] Σικ. τυροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 838· [[ὅθεν]] ἡ ἐν λόγοις [[παιδιά]]: καλεῖ... τήν... Τυρὼ τροφαλίδα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 536· τρ. ὀβελιαία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14. - Ὁ [[τύπος]] τρυφαλὶς [[εἶναι]] κοινὸς παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Λουκ. Λεξιφ. 13, Φιλόστρ. 809· καὶ ἐν πλείστοις χωρίοις ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] τροφαλλὶς πιθανῶς ἐξ ἀγνοίας ὅτι ἡ παραλήγουσα ἦτο φύσει μακρά· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[ὡσαύτως]] τραφαλλίς, [[τράφαλλος]].: «[[τράφαλλος]]· ὁ χλωρὸς [[τυρός]]. οἱ δὲ τραφαλλίδα».
|lstext='''τροφᾱλίς''': -ίδος, ἡ, κεφάλι νωποῦ τυροῦ, («μακρὸς τυρὸς» Ἡσύχ.) (ἐκ τοῦ [[τρέφω]] Ι), Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 5· τροφαλίδας δὲ λινοσάρκους μανθάνεις; τυρὸν [[λέγω]] Ἀντιφάνης ἐν «Αὑτοῦ ἐρῶντι» 1· τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν, [[τεμάχιον]] Σικ. τυροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 838· [[ὅθεν]] ἡ ἐν λόγοις [[παιδιά]]: καλεῖ... τήν... Τυρὼ τροφαλίδα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 536· τρ. ὀβελιαία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14. - Ὁ [[τύπος]] τρυφαλὶς [[εἶναι]] κοινὸς παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Λουκ. Λεξιφ. 13, Φιλόστρ. 809· καὶ ἐν πλείστοις χωρίοις ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] τροφαλλὶς πιθανῶς ἐξ ἀγνοίας ὅτι ἡ παραλήγουσα ἦτο φύσει μακρά· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[ὡσαύτως]] τραφαλλίς, [[τράφαλλος]].: «[[τράφαλλος]]· ὁ χλωρὸς [[τυρός]]. οἱ δὲ τραφαλλίδα».
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ίδος () :<br />fromage frais.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
|mltxt=και τροφαλλίς και μτγν. τ. [[τρυφαλίς]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> τραφαλλίς, -ίδος, , Α<br />νωπό, [[φρέσκο]] [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] ἐνθημα -<i>αλ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> <i>τροπ</i>-<i>αλ</i>-<i>ίς</i>). Ο τ. <i>τροφαλλίς</i> με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-, ενώ ο τ. [[τρυφαλίς]] με παρετυμολ. [[επίδραση]] του [[τρυφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροφᾱλίς:''' -ίδος, ἡ ([[τρέφω]] I), [[κομμάτι]] τυριού, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τροφᾱλίς, ίδος, ἡ, [[τρέφω]] I]<br />a [[piece]] of [[cheese]], Ar.
}}
}}
{{grml
{{FriskDe
|mltxt=και τροφαλλίς και μτγν. τ. [[τρυφαλίς]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> τραφαλλίς, -[[ίδος]], ἡ, Α<br />νωπό, [[φρέσκο]] [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] ἐνθημα -<i>αλ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροπ</i>-<i>αλ</i>-<i>ίς</i>). Ο τ. <i>τροφαλλίς</i> με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-, ενώ ο τ. [[τρυφαλίς]] με παρετυμολ. [[επίδραση]] του [[τρυφή]].
|ftr='''τροφαλίς''': [[τροφή]], [[τρόφις]] u.a.<br />{trophalís}<br />'''See also''': s. [[τρέφω]].<br />'''Page''' 2,934
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφαλίς Medium diacritics: τροφαλίς Low diacritics: τροφαλίς Capitals: ΤΡΟΦΑΛΙΣ
Transliteration A: trophalís Transliteration B: trophalis Transliteration C: trofalis Beta Code: trofali/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, fresh cheese, Eup.277, Antiph.49 (troch.); τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν a piece of Sicilian cheese, Ar.V.838, cf. Herm.Hist.2; whence the joke, καλεῖ.. τὴν.. Τυρὼ τροφαλίδα Com.Adesp.393; τ. ὀβολιαῖαι Arist.HA522a31.—The form τρυφαλίς is common in later writers, as Luc.Lex.13, Hdn.Gr.2.18 (rejected in favour of τροφαλίς Id.1.91), Hsch.; τὰς δέκα στρυ' φαλιδας (sic cod. A, ν superscr. A1) τοῦ γάλακτος LXX 1 Ki.17.18; a form τροφαλλίς occurs in codd. of Eust.1535.22 (in citation of Com.Adesp. l.c.); Hsch. also cites τραφαλλίς, τραφαλλος. (From τρέφω 1 acc. to Hdn.Gr.1.91, but the spelling τρυφ-, which he mentions, remains, unexplained: oxyt. acc. to Hdn.Gr. ll. cc., so that the accus. τρόφαλιν in Erot. s.v. τεθραμμένον must be an error.)

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
fromage frais.
Étymologie: τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφαλίς -ίδος, ἡ [τρέφω] homp:. τροφαλὶς τυροῦ Σικελική een Sicilische homp kaas Aristoph. Ve. 838.

German (Pape)

ίδος, ἡ, das Geronnene, frisch gemachter Käse, von τρέφειν γάλα, auch τυροῦ τροφαλίς, Ar. Vesp. 838, Antiphan. bei Ath. X.455f; auch τροφαλλίς geschrieben, äol. τρυφαλίς, auch τραφαλός, τραφαλίς, vgl. B.A. 65.

Russian (Dvoretsky)

τροφᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ творог Arst.: τ. τυροῦ Arph. кусок сыра.

Greek (Liddell-Scott)

τροφᾱλίς: -ίδος, ἡ, κεφάλι νωποῦ τυροῦ, («μακρὸς τυρὸς» Ἡσύχ.) (ἐκ τοῦ τρέφω Ι), Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 5· τροφαλίδας δὲ λινοσάρκους μανθάνεις; τυρὸν λέγω Ἀντιφάνης ἐν «Αὑτοῦ ἐρῶντι» 1· τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν, τεμάχιον Σικ. τυροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 838· ὅθεν ἡ ἐν λόγοις παιδιά: καλεῖ... τήν... Τυρὼ τροφαλίδα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 536· τρ. ὀβελιαία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14. - Ὁ τύπος τρυφαλὶς εἶναι κοινὸς παρὰ μεταγεν., οἷον Λουκ. Λεξιφ. 13, Φιλόστρ. 809· καὶ ἐν πλείστοις χωρίοις ἀπαντᾷ ὁ τύπος τροφαλλὶς πιθανῶς ἐξ ἀγνοίας ὅτι ἡ παραλήγουσα ἦτο φύσει μακρά· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡσαύτως τραφαλλίς, τράφαλλος.: «τράφαλλος· ὁ χλωρὸς τυρός. οἱ δὲ τραφαλλίδα».

Greek Monolingual

και τροφαλλίς και μτγν. τ. τρυφαλίς και κατά τον Ησύχ. τραφαλλίς, -ίδος, ἡ, Α
νωπό, φρέσκο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + υγρό ἐνθημα -αλ- + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. τροπ-αλ-ίς). Ο τ. τροφαλλίς με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-, ενώ ο τ. τρυφαλίς με παρετυμολ. επίδραση του τρυφή.

Greek Monotonic

τροφᾱλίς: -ίδος, ἡ (τρέφω I), κομμάτι τυριού, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τροφᾱλίς, ίδος, ἡ, τρέφω I]
a piece of cheese, Ar.

Frisk Etymology German

τροφαλίς: τροφή, τρόφις u.a.
{trophalís}
See also: s. τρέφω.
Page 2,934