αλιβρώς: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιβρώς]], -ῶτος (ο, η) και [[ἁλίβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγεται, φθείρεται από τη [[θάλασσα]] («ἁλίβρωτοι πέτραι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο με διπλό, παράλληλο σχηματισμό, αθέματο (τριτόκλιτο: [[ἁλιβρώς]]) και θεματικό (δευτερόκλιτο: [[ἁλίβρωτος]]<br />πρβλ. και [[ἀγνώς]]-[[ἄγνωστος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> βρωτὸς <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώγω]]»].
|mltxt=[[ἁλιβρώς]], -ῶτος (ο, η) και [[ἁλίβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγεται, φθείρεται από τη [[θάλασσα]] («ἁλίβρωτοι πέτραι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Σύνθετο με διπλό, παράλληλο σχηματισμό, αθέματο (τριτόκλιτο: [[ἁλιβρώς]]) και θεματικό (δευτερόκλιτο: [[ἁλίβρωτος]]<br />πρβλ. και [[ἀγνώς]]-[[ἄγνωστος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> βρωτὸς <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώγω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁλιβρώς, -ῶτος (ο, η) και ἁλίβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται, φθείρεται από τη θάλασσα («ἁλίβρωτοι πέτραι»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύνθετο με διπλό, παράλληλο σχηματισμό, αθέματο (τριτόκλιτο: ἁλιβρώς) και θεματικό (δευτερόκλιτο: ἁλίβρωτος
πρβλ. και ἀγνώς-ἄγνωστος) < ἁλι- (< ἅλς) + βρωτὸς < βιβρώσκω «τρώγω»].