αρνούμαι: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και -νιέμαι (AM | |mltxt=και -νιέμαι (AM ἀρνοῦμαι, -έομαι)<br /><b>1.</b> δεν [[παραδέχομαι]] [[κάτι]] σαν αληθινό<br /><b>2.</b> δεν [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] που μου προσφέρεται<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> δεν συγκατατίθεμαι, δεν [[συμφωνώ]]<br /><b>4.</b> [[διακόπτω]] σχέσεις, [[αποκηρύσσω]]<br /><b>5.</b> [[αποκρούω]], [[απορρίπτω]]<br /><b>6.</b> [[περιφρονώ]], [[εγκαταλείπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ.<br />Ο τ. [[αρνούμαι]] (-<i>έομαι</i>) συνδέεται πιθ. με το αρμεν. <i>uranam</i> (με [[μετάπτωση]] του αρχικού φωνήεντος της ρίζας). Η [[σύνδεση]] με το αβεστ. <i>rah</i>- «το να [[είναι]] [[κανείς]] [[άπιστος]], [[επαναστάτης]]» (επιτατικό <i>rᾱrəšyeiti</i>, μεταβατικό <i>raŋhαyeiti</i>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική, ενώ ο [[συσχετισμός]] του με τον τ. [[αρνειός]] «[[κριάρι]]» με σημ. «[[αντιστέκομαι]] σαν [[κριάρι]]» δεν ευσταθεί. Τέλος, αν δεχθούμε ότι ο τ. [[αρνούμαι]] συνδέεται με τα [[αρύω]], <i>αρᾱ</i>, λατ. <i>oro</i>, όρους αρχικά θρησκευτικούς με [[σημασία]] «απαγέλλω [[κείμενο]] εορταστικού χαρακτήρα», [[τότε]] η αρνητική [[έννοια]] του τ. προέκυψε [[προφανώς]] σε μεταγενέστερη [[εποχή]]. Ο τ. [[αρνούμαι]] διαφέρει από το «ου φημι», [[γιατί]] χρησιμοποιείται [[συνήθως]] με συναισθηματική [[σημασία]]. Το νεοελλ. [[αρνιέμαι]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[αρνούμαι]] (πρβλ. [[απολογούμαι]] [[απολογιέμαι]], [[παραπονούμαι]] -[[παραπονιέμαι]] <b>κ.ά.</b>). <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b><br />[[άρνηση]] (-<i>ις</i>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρνητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρνησιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απαρνούμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξαρνούμαι]], <i>επαρνούμαι</i>, [[καταρνούμαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>διαρνούμαι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
και -νιέμαι (AM ἀρνοῦμαι, -έομαι)
1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό
2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται
3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ
4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω
5. αποκρούω, απορρίπτω
6. περιφρονώ, εγκαταλείπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.
Ο τ. αρνούμαι (-έομαι) συνδέεται πιθ. με το αρμεν. uranam (με μετάπτωση του αρχικού φωνήεντος της ρίζας). Η σύνδεση με το αβεστ. rah- «το να είναι κανείς άπιστος, επαναστάτης» (επιτατικό rᾱrəšyeiti, μεταβατικό raŋhαyeiti) δεν είναι ικανοποιητική, ενώ ο συσχετισμός του με τον τ. αρνειός «κριάρι» με σημ. «αντιστέκομαι σαν κριάρι» δεν ευσταθεί. Τέλος, αν δεχθούμε ότι ο τ. αρνούμαι συνδέεται με τα αρύω, αρᾱ, λατ. oro, όρους αρχικά θρησκευτικούς με σημασία «απαγέλλω κείμενο εορταστικού χαρακτήρα», τότε η αρνητική έννοια του τ. προέκυψε προφανώς σε μεταγενέστερη εποχή. Ο τ. αρνούμαι διαφέρει από το «ου φημι», γιατί χρησιμοποιείται συνήθως με συναισθηματική σημασία. Το νεοελλ. αρνιέμαι είναι μεταπλασμένος τ. του αρνούμαι (πρβλ. απολογούμαι απολογιέμαι, παραπονούμαι -παραπονιέμαι κ.ά.). ΠΑΡ.
άρνηση (-ις)
μσν.- νεοελλ.
αρνητής
νεοελλ.
αρνησιά.
ΣΥΝΘ. απαρνούμαι
αρχ.
εξαρνούμαι, επαρνούμαι, καταρνούμαι
μσν.
διαρνούμαι].