ασθενής: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀσθενής]], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[άρρωστος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδύναμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άπορος]], ο [[φτωχός]] («ὅ τ' ἀσθενὴς ὅ τε [[πλούσιος]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ασήμαντος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αδυναμία]] («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] <span style="color: red;"><</span> [[σθένος]]. Η λ. [[ασθενής]] ήταν σε ευρεία [[χρήση]] στον πεζό λόγο, και, ενώ αρχικά σήμαινε τον φτωχό και τον ασήμαντο, [[έπειτα]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει «αυτόν που δεν έχει σημαντικές δυνάμεις, τον αδύναμο», και αργότερα κατ' ευφημισμό «τον άρρωστο» (πρβλ. [[άρρωστος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασθένεια]], [[ασθενικός]], [[ασθενώ]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασθενώ]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ασθενοποιός]], [[ασθενόρριζος]], [[ασθενόψυχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασθενογενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασθενοφόρος]]<br />(β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[εξασθενής]], [[υπερασθενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νευρασθενής]], [[φιλάσθενος]], [[ψυχασθενής]]).
|mltxt=-ές (AM [[ἀσθενής]], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[άρρωστος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδύναμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άπορος]], ο [[φτωχός]] («ὅ τ' ἀσθενὴς ὅ τε [[πλούσιος]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ασήμαντος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αδυναμία]] («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] <span style="color: red;"><</span> [[σθένος]]. Η λ. [[ασθενής]] ήταν σε ευρεία [[χρήση]] στον πεζό λόγο, και, ενώ αρχικά σήμαινε τον φτωχό και τον ασήμαντο, [[έπειτα]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει «αυτόν που δεν έχει σημαντικές δυνάμεις, τον αδύναμο», και αργότερα κατ' ευφημισμό «τον άρρωστο» (πρβλ. [[άρρωστος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασθένεια]], [[ασθενικός]], [[ασθενώ]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασθενώ]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ασθενοποιός]], [[ασθενόρριζος]], [[ασθενόψυχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασθενογενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασθενοφόρος]]<br />(β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[εξασθενής]], [[υπερασθενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νευρασθενής]], [[φιλάσθενος]], [[ψυχασθενής]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσθενής, -ές)
1. ο άρρωστος
2. ο αδύναμος
αρχ.
1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ' ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος»)
2. ο ασήμαντος
3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε ευρεία χρήση στον πεζό λόγο, και, ενώ αρχικά σήμαινε τον φτωχό και τον ασήμαντο, έπειτα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει «αυτόν που δεν έχει σημαντικές δυνάμεις, τον αδύναμο», και αργότερα κατ' ευφημισμό «τον άρρωστο» (πρβλ. άρρωστος).
ΠΑΡ. ασθένεια, ασθενικός, ασθενώ (Ι)
αρχ.
ασθενώ (ΙΙ).
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχ. ασθενοποιός, ασθενόρριζος, ασθενόψυχος
μσν.
ασθενογενής
νεοελλ.
ασθενοφόρος
(β' συνθετικό) αρχ. εξασθενής, υπερασθενής
νεοελλ.
νευρασθενής, φιλάσθενος, ψυχασθενής].