ἀπροσωπόληπτος: Difference between revisions
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aprosopoliptos | |Transliteration C=aprosopoliptos | ||
|Beta Code=a)proswpo/lhptos | |Beta Code=a)proswpo/lhptos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπροσωπόληπτον, [[that does not distinguish on personal grounds]], [[impartial]], [[that cannot be looked in the face]], [[not respecting persons]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀδυσώπητος]]. Adv. [[ἀπροσωπολήπτως]] = [[without distinguishing on personal grounds]], [[impartially]], [[without respect of persons]], ''1 Ep.Pet.''1.17. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀπροσωπόλημπτος]] 1<i>Ep.Clem</i>.1.3, <i>Ep.Barn</i>.4.12, 1<i>Ep.Petr</i>.1.17<br /><b class="num">• Morfología:</b> [voc. απροσωπολημιε (<i>sic</i>) <i>IGLS</i> 343.6]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no hace distinción de personas]], [[imparcial]], [[inexorable]] de Dios, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.6.46, Petr.I Al.<i>Ep.Can</i>.7, Eus.Alex.<i>Serm</i>.M.86.341D<br /><b class="num">•</b>de pers. ὁ [[δεσπότης]] Cyr.Al.M.71.564C, de Eusebio de Alejandría, Io.Not.<i>V.Eus</i>.M.86.297B<br /><b class="num">•</b>de abstr., de la caridad, Euthal.<i>Epp.Cath</i>.M.85.677B, de la tumba <i>IGLS</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">•</b>[[τὸ ἀπροσωπόληπτον]] = [[imparcialidad]], [[inexorabilidad]] τὸ ἀπροσωπόληπτον θεοῦ Clem.Al.<i>Strom</i>.6.8.64, τὸ [[ἑαυτοῦ]] εὔσπλαγχνον καὶ ἀ. ἐνδείκνυται διὰ πάντων τῶν ἁγίων ὁ Λόγος Hippol.<i>Antichr</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[que no se debe mirar cara a cara]] de Dios, Cyr.Al.M.70.1169D.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀπροσωπολήπτως]] = [[sin distinguir entre las personas]], [[imparcialmente]], [[inexorablemente]] ἀ. ... πάντα ἐποιεῖτε 1<i>Ep.Clem</i>.1.3, ὁ κύριος ἀ. κρινεῖ τὸν κόσμον <i>Ep.Barn</i>.4.12, cf. 1<i>Ep.Petr</i>.1.17. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui ne fait pas acception des personnes, impartial.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσωποληπτέω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui ne fait pas acception des personnes]], [[impartial]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προσωποληπτέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀπροσωπόληπτος''': -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀδυσώπητος]]: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, [[ἄνευ]] προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπροσωπόληπτος:''' -ον ([[προσωπολήπτης]]), αυτός που δεν μεροληπτεί [[υπέρ]] συγκεκριμένων προσώπων, [[αμερόληπτος]], [[αδέκαστος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[μεροληψία]] προς το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀπροσωπόληπτος:''' -ον ([[προσωπολήπτης]]), αυτός που δεν μεροληπτεί [[υπέρ]] συγκεκριμένων προσώπων, [[αμερόληπτος]], [[αδέκαστος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[μεροληψία]] προς το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προσωπολήπτης]]<br />not [[respecting]] persons. adv. -τως, without [[respect]] of persons, NTest. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπροσωπόληπτον, that does not distinguish on personal grounds, impartial, that cannot be looked in the face, not respecting persons, Suid. s.v. ἀδυσώπητος. Adv. ἀπροσωπολήπτως = without distinguishing on personal grounds, impartially, without respect of persons, 1 Ep.Pet.1.17.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀπροσωπόλημπτος 1Ep.Clem.1.3, Ep.Barn.4.12, 1Ep.Petr.1.17
• Morfología: [voc. απροσωπολημιε (sic) IGLS 343.6]
I 1que no hace distinción de personas, imparcial, inexorable de Dios, Clem.Al.Strom.6.6.46, Petr.I Al.Ep.Can.7, Eus.Alex.Serm.M.86.341D
•de pers. ὁ δεσπότης Cyr.Al.M.71.564C, de Eusebio de Alejandría, Io.Not.V.Eus.M.86.297B
•de abstr., de la caridad, Euthal.Epp.Cath.M.85.677B, de la tumba IGLS l.c.
•τὸ ἀπροσωπόληπτον = imparcialidad, inexorabilidad τὸ ἀπροσωπόληπτον θεοῦ Clem.Al.Strom.6.8.64, τὸ ἑαυτοῦ εὔσπλαγχνον καὶ ἀ. ἐνδείκνυται διὰ πάντων τῶν ἁγίων ὁ Λόγος Hippol.Antichr.3.
2 que no se debe mirar cara a cara de Dios, Cyr.Al.M.70.1169D.
II adv. ἀπροσωπολήπτως = sin distinguir entre las personas, imparcialmente, inexorablemente ἀ. ... πάντα ἐποιεῖτε 1Ep.Clem.1.3, ὁ κύριος ἀ. κρινεῖ τὸν κόσμον Ep.Barn.4.12, cf. 1Ep.Petr.1.17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne fait pas acception des personnes, impartial.
Étymologie: ἀ, προσωποληπτέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσωπόληπτος: -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδυσώπητος: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, ἄνευ προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσωπόληπτος, -ον) προσωποληπτώ
αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος.
Greek Monotonic
ἀπροσωπόληπτος: -ον (προσωπολήπτης), αυτός που δεν μεροληπτεί υπέρ συγκεκριμένων προσώπων, αμερόληπτος, αδέκαστος· επίρρ. -τως, χωρίς μεροληψία προς το πρόσωπο κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
προσωπολήπτης
not respecting persons. adv. -τως, without respect of persons, NTest.