ἀρεσκεία: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(3) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(T WH ἀρεσκια ([[see]] Iota)), ἀρεσκειας, ἡ (from ἀρεσκεύω to be [[complaisant]]; [[hence]], [[not]] to be written ([[with]] R G L Tr) [[ἀρεσκεία]] (cf. Chandler § 99; Winer s Grammar, § 6,1g.; Buttmann, 12 (11))), [[desire]] to [[please]]: περιπατεῖν [[ἀξίως]] [[τοῦ]] κυρίου [[εἰς]] πᾶσαν ἀρεσκείαν, to [[please]] him in [[all]] things, [[Philo]], opif. § 50; de profug. § 17; de [[victim]]. § 3at the [[end]] In [[native]] Greek writings [[commonly]] in a [[bad]] [[sense]]: Theophrastus, [[char]]. 3 (5); [[Polybius]] 31,26, 5; Diodorus 13,53; others; (cf. Lightfoot on Colossians , the [[passage]] cited)). | |txtha=(T WH ἀρεσκια ([[see]] Iota)), ἀρεσκειας, ἡ (from ἀρεσκεύω to be [[complaisant]]; [[hence]], [[not]] to be written ([[with]] R G L Tr) [[ἀρεσκεία]] (cf. Chandler § 99; Winer's Grammar, § 6,1g.; Buttmann, 12 (11))), [[desire]] to [[please]]: περιπατεῖν [[ἀξίως]] [[τοῦ]] κυρίου [[εἰς]] πᾶσαν ἀρεσκείαν, to [[please]] him in [[all]] things, [[Philo]], opif. § 50; de profug. § 17; de [[victim]]. § 3at the [[end]] In [[native]] Greek writings [[commonly]] in a [[bad]] [[sense]]: Theophrastus, [[char]]. 3 (5); [[Polybius]] 31,26, 5; Diodorus 13,53; others; (cf. Lightfoot on Colossians , the [[passage]] cited)). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρεσκεία:''' ἡ, η [[προθυμία]] κάποιου να κάνει ό,τι ευχαριστεί κάποιον [[άλλο]] προκειμένου να φανεί [[αρεστός]], υπερβολική [[φιλοφροσύνη]], [[δουλοπρέπεια]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ἀρεσκεία:''' ἡ, η [[προθυμία]] κάποιου να κάνει ό,τι ευχαριστεί κάποιον [[άλλο]] προκειμένου να φανεί [[αρεστός]], υπερβολική [[φιλοφροσύνη]], [[δουλοπρέπεια]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=the [[character]] of an [[ἄρεσκος]], complaisance, [[obsequiousness]], Arist. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':¢ršskeia 阿雷士咳阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':取悅(著)<br />'''字義溯源''':慇懃,滿足別人的願望,喜悅;源自([[ἀρέσκω]])*=合意)。保羅願意信徒行事為人,對得起主,凡事蒙他喜悅。參讀 ([[ἀρέσκω]])比較<br />'''出現次數''':總共(1);西(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他喜悅(1) 西1:10 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 3 March 2024
German (Pape)
[Seite 348] ἡ, gefälliges, schmeichelndes Wesen, meist tadelnd, Gefallsucht, Kriecherei; vgl. Theophr. char. 5; Pol. 31, 26, 5; τοῦ βασιλέως, Gehorsam, 6, 2, 12; Selbstgefälligkeit, M. Anton. 5, 18.
English (Strong)
from a derivative of ἀρέσκω; complaisance: pleasing.
English (Thayer)
(T WH ἀρεσκια (see Iota)), ἀρεσκειας, ἡ (from ἀρεσκεύω to be complaisant; hence, not to be written (with R G L Tr) ἀρεσκεία (cf. Chandler § 99; Winer's Grammar, § 6,1g.; Buttmann, 12 (11))), desire to please: περιπατεῖν ἀξίως τοῦ κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρεσκείαν, to please him in all things, Philo, opif. § 50; de profug. § 17; de victim. § 3at the end In native Greek writings commonly in a bad sense: Theophrastus, char. 3 (5); Polybius 31,26, 5; Diodorus 13,53; others; (cf. Lightfoot on Colossians , the passage cited)).
Greek Monolingual
η (AM ἀρέσκεια)
ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση
αρχ.
1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια
2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον
3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά
4. αἱ ἀρέσκειαι
αι δόξαι, οι προλήψεις, το να πιστεύουν μερικοί ό,τι τους αρέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρεσκος.
ΣΥΝΘ. αυταρέσκεια
νεοελλ.
απαρέσκεια, δυσαρέσκεια, ευαρέσκεια φιλαρέσκεια].
Greek Monotonic
ἀρεσκεία: ἡ, η προθυμία κάποιου να κάνει ό,τι ευχαριστεί κάποιον άλλο προκειμένου να φανεί αρεστός, υπερβολική φιλοφροσύνη, δουλοπρέπεια, σε Αριστ.
Middle Liddell
the character of an ἄρεσκος, complaisance, obsequiousness, Arist.
Chinese
原文音譯:¢ršskeia 阿雷士咳阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:取悅(著)
字義溯源:慇懃,滿足別人的願望,喜悅;源自(ἀρέσκω)*=合意)。保羅願意信徒行事為人,對得起主,凡事蒙他喜悅。參讀 (ἀρέσκω)比較
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 他喜悅(1) 西1:10