ἀπονοέομαι: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aponoeomai
|Transliteration C=aponoeomai
|Beta Code=a)ponoe/omai
|Beta Code=a)ponoe/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">have lost all sense</b>, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> of fear, <b class="b2">to be desperate</b>, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.4.23</span>; ταῖς γνώμαις <span class="bibl">Plb.16.31.1</span>; <b class="b3">ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι</b> <b class="b2">desperate</b> men, <span class="bibl">Th.7.81</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.5.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of shame or duty, ἀπονενοημένος <b class="b2">abandoned fellow</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span> 6.1</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.8.93</span>, <span class="bibl">D.19.69</span>:—later in Act., <b class="b2">make desperate</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>18.1.6</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[have lost all sense]],<br><span class="bld">1</span> of fear, to [[be desperate]], ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι X.''HG''6.4.23; ταῖς γνώμαις Plb.16.31.1; <b class="b3">ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι</b> [[desperate]] men, Th.7.81, cf. X.''HG''7.5.12.<br><span class="bld">2</span> of shame or duty, ἀπονενοημένος [[abandoned fellow]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]'' 6.1, cf. Isoc.8.93, D.19.69:—later in Act., [[make desperate]], J.''AJ''18.1.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0317.png Seite 317]] dep. pass., von Sinnen kommen, die Besinnung verlieren, verzweifeln, Xen. ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Hell. 6, 4, 23; ἀπονενοημένος 7, 5, 12, vom Muth der Verzweiflung; wie Thuc. 7, 81 u. Luc. Asin. 23; ταῖς γνώμαις Pol. 16. 31; sich selbst aufgeben, Plut. Sol. 31; auch mit dem inf., zu einem verzweifelten Wagniß schreiten, Dio Chrys. II, 134, mit der v. 1. ἐπενοήθησαν; ὁ ἀπονενοημένος, ein verzweifelter, sittlich verlorner, gemeiner Mensch, Isocr. 8, 93; Dem. 25, 32; vgl. Theophr. Char. 6. Vgl. [[ἀπονενοημένως]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0317.png Seite 317]] dep. pass., von Sinnen kommen, die Besinnung verlieren, verzweifeln, Xen. ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Hell. 6, 4, 23; ἀπονενοημένος 7, 5, 12, vom Muth der Verzweiflung; wie Thuc. 7, 81 u. Luc. Asin. 23; ταῖς γνώμαις Pol. 16. 31; sich selbst aufgeben, Plut. Sol. 31; auch mit dem inf., zu einem verzweifelten Wagniß schreiten, Dio Chrys. II, 134, mit der v. 1. ἐπενοήθησαν; ὁ ἀπονενοημένος, ein verzweifelter, sittlich verlorner, gemeiner Mensch, Isocr. 8, 93; Dem. 25, 32; vgl. Theophr. Char. 6. Vgl. [[ἀπονενοημένως]].
}}
{{bailly
|btext=-οοῦμαι;<br />perdre la raison, avoir l'esprit égaré (par le désespoir) ; être désespéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νοέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονοέομαι:''' терять самообладание, приходить в отчаяние; ἀπονενοημένος Thuc., Xen. отчаянный, отчаянно храбрый, но тж. Isocr. отчаянный, пропащий, негодный; ἀπονοηθέντες διεμάχοντο Xen. они сражались отчаянно.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονοέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. ([[νοέω]]): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. [[ἀπονενοημένως]]. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, [[αἰσχρός]]· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ [[παντοποιός]]. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: [[ἀλαζονεύομαι]], Ἰω, Χρυσ.
|lstext='''ἀπονοέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. ([[νοέω]]): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. [[ἀπονενοημένως]]. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, [[αἰσχρός]]· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ [[παντοποιός]]. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: [[ἀλαζονεύομαι]], Ἰω, Χρυσ.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=-οοῦμαι;<br />perdre la raison, avoir l’esprit égaré (par le désespoir) ; être désespéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νοέω]].
|lsmtext='''ἀπονοέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ενοήθην</i>, παρακ. <i>-νενόημαι</i>· αποθ.· ([[νοέω]])· χάνω το νου μου, λέγεται·<br /><b class="num">1.</b> για φόβο, [[πέφτω]] σε [[απελπισία]], σε [[απόγνωση]], σε Ξεν.· <i>ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι</i>, απελπισμένοι άνθρωποι, Λατ. perditi, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> για άνθρωπο αναίσχυντο, <i>ἀπονενοημένος</i>, [[πρόστυχος]], [[αισχρός]], «το χαμένο [[κορμί]]», σε Θεόφρ.
}}
}}
{{lsm
{{mdlsj
|lsmtext='''ἀπονοέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ενοήθην</i>, παρακ. <i>-νενόημαι</i>· αποθ.· ([[νοέω]])· χάνω το νου μου, λέγεται·<br /><b class="num">1.</b> για φόβο, [[πέφτω]] σε [[απελπισία]], σε [[απόγνωση]], σε Ξεν.· <i>ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι</i>, απελπισμένοι άνθρωποι, Λατ. perditi, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> για άνθρωπο αναίσχυντο, <i>ἀπονενοημένος</i>, [[πρόστυχος]], [[αισχρός]], «το χαμένο [[κορμί]]», σε Θεόφρ.
|mdlsjtxt=[[νοέω]]<br />Dep. to [[have]] [[lost]] all [[sense]],<br /><b class="num">1.</b> of [[fear]], to be [[desperate]], Xen.; ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι [[desperate]] men, Lat. perditi, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> of [[shame]], ἀπονενοημένος an [[abandoned]] [[fellow]], Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονοέομαι Medium diacritics: ἀπονοέομαι Low diacritics: απονοέομαι Capitals: ΑΠΟΝΟΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aponoéomai Transliteration B: aponoeomai Transliteration C: aponoeomai Beta Code: a)ponoe/omai

English (LSJ)

A have lost all sense,
1 of fear, to be desperate, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι X.HG6.4.23; ταῖς γνώμαις Plb.16.31.1; ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι desperate men, Th.7.81, cf. X.HG7.5.12.
2 of shame or duty, ἀπονενοημένος abandoned fellow, Thphr. Char. 6.1, cf. Isoc.8.93, D.19.69:—later in Act., make desperate, J.AJ18.1.6.

German (Pape)

[Seite 317] dep. pass., von Sinnen kommen, die Besinnung verlieren, verzweifeln, Xen. ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Hell. 6, 4, 23; ἀπονενοημένος 7, 5, 12, vom Muth der Verzweiflung; wie Thuc. 7, 81 u. Luc. Asin. 23; ταῖς γνώμαις Pol. 16. 31; sich selbst aufgeben, Plut. Sol. 31; auch mit dem inf., zu einem verzweifelten Wagniß schreiten, Dio Chrys. II, 134, mit der v. 1. ἐπενοήθησαν; ὁ ἀπονενοημένος, ein verzweifelter, sittlich verlorner, gemeiner Mensch, Isocr. 8, 93; Dem. 25, 32; vgl. Theophr. Char. 6. Vgl. ἀπονενοημένως.

French (Bailly abrégé)

-οοῦμαι;
perdre la raison, avoir l'esprit égaré (par le désespoir) ; être désespéré.
Étymologie: ἀπό, νοέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονοέομαι: терять самообладание, приходить в отчаяние; ἀπονενοημένος Thuc., Xen. отчаянный, отчаянно храбрый, но тж. Isocr. отчаянный, пропащий, негодный; ἀπονοηθέντες διεμάχοντο Xen. они сражались отчаянно.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονοέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. (νοέω): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. ἀπονενοημένως. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, αἰσχρός· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ παντοποιός. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: ἀλαζονεύομαι, Ἰω, Χρυσ.

Greek Monotonic

ἀπονοέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ενοήθην, παρακ. -νενόημαι· αποθ.· (νοέω)· χάνω το νου μου, λέγεται·
1. για φόβο, πέφτω σε απελπισία, σε απόγνωση, σε Ξεν.· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, απελπισμένοι άνθρωποι, Λατ. perditi, σε Θουκ.
2. για άνθρωπο αναίσχυντο, ἀπονενοημένος, πρόστυχος, αισχρός, «το χαμένο κορμί», σε Θεόφρ.

Middle Liddell

νοέω
Dep. to have lost all sense,
1. of fear, to be desperate, Xen.; ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι desperate men, Lat. perditi, Thuc.
2. of shame, ἀπονενοημένος an abandoned fellow, Theophr.