ἐπίτηκτος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(4) |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitiktos | |Transliteration C=epitiktos | ||
|Beta Code=e)pi/thktos | |Beta Code=e)pi/thktos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίτηκτον,<br><span class="bld">A</span> [[overlaid with gold]], στέφανον χρυσοῦν, οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Alex.96.<br><span class="bld">2</span> [[with gold ornaments laid on]] or [[with gilded ornaments laid on]], κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] ἐπίτηκτος ''IG''22.1386.16; [[στλεγγίδιον]] ἐπίτηκτον ib.1544.13.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[counterfeit]], ἐπίτηκτα φιλεῖν ''AP''5.186 (Mel.); '[[veneer]]', Cic.''Att.''7.1.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0992.png Seite 992]] darauf geschmolzen, angelöthet, bes. von erhabenen Metallarbeiten, die auf größere metallene Gefäße aufgelöthet wurden, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 301; [[κύλιξ]] Alexis bei Ath. XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα [[χρόνος]] Mel. 62 (V, 187); vgl. Cic. ad Att. 7, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0992.png Seite 992]] darauf geschmolzen, angelöthet, bes. von erhabenen Metallarbeiten, die auf größere metallene Gefäße aufgelöthet wurden, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 301; [[κύλιξ]] Alexis bei Ath. XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα [[χρόνος]] Mel. 62 (V, 187); vgl. Cic. ad Att. 7, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> plaqué (d'or, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[feint]], [[simulé]], [[faux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτήκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτηκτος''': -ον, [[ἐπίχρυσος]], στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., [[ἐπίχρυσος]], [[αὐτόθι]] 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, [[κίβδηλος]], ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5. | |lstext='''ἐπίτηκτος''': -ον, [[ἐπίχρυσος]], στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., [[ἐπίχρυσος]], [[αὐτόθι]] 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, [[κίβδηλος]], ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίτηκτος:''' -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]]· μεταφ., [[πλαστός]], [[κίβδηλος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐπίτηκτος:''' -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]]· μεταφ., [[πλαστός]], [[κίβδηλος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=overlaid with [[gold]]: metaph. [[counterfeit]], Anth. [from [[ἐπιτήκω]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 3 April 2024
English (LSJ)
ἐπίτηκτον,
A overlaid with gold, στέφανον χρυσοῦν, οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Alex.96.
2 with gold ornaments laid on or with gilded ornaments laid on, κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπίτηκτος IG22.1386.16; στλεγγίδιον ἐπίτηκτον ib.1544.13.
II metaph., counterfeit, ἐπίτηκτα φιλεῖν AP5.186 (Mel.); 'veneer', Cic.Att.7.1.5.
German (Pape)
[Seite 992] darauf geschmolzen, angelöthet, bes. von erhabenen Metallarbeiten, die auf größere metallene Gefäße aufgelöthet wurden, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 301; κύλιξ Alexis bei Ath. XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα χρόνος Mel. 62 (V, 187); vgl. Cic. ad Att. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 plaqué (d'or, etc.);
2 fig. feint, simulé, faux.
Étymologie: ἐπιτήκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτηκτος: -ον, ἐπίχρυσος, στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., ἐπίχρυσος, αὐτόθι 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, κίβδηλος, ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5.
Greek Monolingual
ἐπίτηκτος, -ον (Α)
1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο
2. (ειδ.) επίχρυσος
3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα
4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω «λειώνω»).
Greek Monotonic
ἐπίτηκτος: -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, επίχρυσος· μεταφ., πλαστός, κίβδηλος, σε Ανθ.
Middle Liddell
overlaid with gold: metaph. counterfeit, Anth. [from ἐπιτήκω