κεφαλαιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kefalaiodis
|Transliteration C=kefalaiodis
|Beta Code=kefalaiw/dhs
|Beta Code=kefalaiw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">capital, principal</b>, Stoic.2.75, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>20.1</span>: Comp., νόμοι <span class="bibl">Ph.2.183</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>61</span>, <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>27p.484M.</span>: Sup., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Decent.</span>6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pseudol.</span>10</span>; <b class="b3">τὸ -ῶδες</b> <b class="b2">the general character summed up in a definition</b>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.12.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">summary</b>, ἐξήγησις <span class="bibl">Plb.2.14.1</span>; ὑπογραφή <span class="bibl">D.H.2.72</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1415b8</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>988a18</span>, <span class="bibl">Plb.1.13.1</span>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>8</span>, etc.: Sup. -έστατα <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.31U.</span></span>
|Definition=κεφαλαιῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[capital]], [[principal]], Stoic.2.75, Luc.''DMort.''20.1: Comp., νόμοι Ph.2.183, cf. Luc.''Salt.''61, Hierocl. ''in CA''27p.484M.: Sup., Hp.''Decent.''6, Luc.''Pseudol.''10; <b class="b3">τὸ κεφαλαιῶδες</b> the [[general]] [[character]] [[sum]]med up in a [[definition]], Arr.''Epict.''2.12.9.<br><span class="bld">II</span> [[summary]], [[ἐξήγησις]] Plb.2.14.1; ὑπογραφή D.H.2.72. Adv. [[κεφαλαιωδῶς]] = [[in summary form]], [[summarily]] Arist.''Rh.''1415b8, ''Metaph.''988a18, Plb.1.13.1, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''8, etc.: Sup. κεφαλαιωδέστατα Epicur.''Ep.''1p.31U.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1427.png Seite 1427]] ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνθανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1427.png Seite 1427]] ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνθανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κεφᾰλαιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κύριος]], πρῶτος, ὁ κυριώτατος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1· ἐν τῷ συγκρ., π. Ὀρχ. 61, Ψευδολ. 10· τὸ κ., τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριον περιληπτικῶς ἐκτιθέμενον ἐν ὁρισμῷ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ὡς τὸ ἐν κεφαλαίῳ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 8, Μ. τὰ Φυσ. 1. 7, 1. ― Συγκρ. ἐπίρρ. κεφαλαιοδεστέρως Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Κραμήρου Ἑλλ. Ἀν. τομ. 4. σ. 100, 1.
|btext=ης, ες:<br />sommaire;<br /><i>Cp.</i> κεφαλαιωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλαῖος]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=κεφαλαιώδης -ες [κεφαλή] belangrijkst; subst. τὰ κεφαλαιώδη hoofdzaken; adv. κεφαλαιωδῶς samenvattend.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης, ες :<br />sommaire;<br /><i>Cp.</i> κεφαλαιωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλαῖος]], -ωδης.
|elrutext='''κεφᾰλαιώδης:''' [[главный]], [[основной]], [[важнейший]] (κεφαλαιώδη μανθάνειν Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεφᾰλαιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[αρχικός]], [[κύριος]], [[πρώτιστος]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, συνοπτικά, περιληπτικά, σε Αριστ.
|lsmtext='''κεφᾰλαιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[αρχικός]], [[κύριος]], [[πρώτιστος]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, συνοπτικά, περιληπτικά, σε Αριστ.
}}
{{ls
|lstext='''κεφᾰλαιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κύριος]], πρῶτος, ὁ κυριώτατος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1· ἐν τῷ συγκρ., π. Ὀρχ. 61, Ψευδολ. 10· τὸ κ., τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριον περιληπτικῶς ἐκτιθέμενον ἐν ὁρισμῷ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ὡς τὸ ἐν κεφαλαίῳ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 8, Μ. τὰ Φυσ. 1. 7, 1. ― Συγκρ. ἐπίρρ. κεφαλαιοδεστέρως Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Κραμήρου Ἑλλ. Ἀν. τομ. 4. σ. 100, 1.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κεφᾰλαι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[capital]], [[principal]], [[chief]], Luc.:—adv. -δῶς, [[summarily]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαιώδης Medium diacritics: κεφαλαιώδης Low diacritics: κεφαλαιώδης Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kephalaiṓdēs Transliteration B: kephalaiōdēs Transliteration C: kefalaiodis Beta Code: kefalaiw/dhs

English (LSJ)

κεφαλαιῶδες,
A capital, principal, Stoic.2.75, Luc.DMort.20.1: Comp., νόμοι Ph.2.183, cf. Luc.Salt.61, Hierocl. in CA27p.484M.: Sup., Hp.Decent.6, Luc.Pseudol.10; τὸ κεφαλαιῶδες the general character summed up in a definition, Arr.Epict.2.12.9.
II summary, ἐξήγησις Plb.2.14.1; ὑπογραφή D.H.2.72. Adv. κεφαλαιωδῶς = in summary form, summarily Arist.Rh.1415b8, Metaph.988a18, Plb.1.13.1, D.H.Comp.8, etc.: Sup. κεφαλαιωδέστατα Epicur.Ep.1p.31U.

German (Pape)

[Seite 1427] ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνθανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
sommaire;
Cp. κεφαλαιωδέστερος.
Étymologie: κεφαλαῖος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαιώδης -ες [κεφαλή] belangrijkst; subst. τὰ κεφαλαιώδη hoofdzaken; adv. κεφαλαιωδῶς samenvattend.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαιώδης: главный, основной, важнейший (κεφαλαιώδη μανθάνειν Luc.).

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, -ώδες) κεφάλαιον
αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση της υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε», Λουκιαν.)
αρχ.
1. σύντομος, βραχύς («χρήσιμον εἶναι κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεφαλαιῶδες
αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες.
επίρρ...
κεφαλαιωδῶς (Α κεφαλαιωδῶς)
κατά τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», Πολ.).

Greek Monotonic

κεφᾰλαιώδης: -ες (εἶδος), αρχικός, κύριος, πρώτιστος, σε Λουκ.· επίρρ. -δῶς, συνοπτικά, περιληπτικά, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαιώδης: -ες, (εἶδος) κύριος, πρῶτος, ὁ κυριώτατος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1· ἐν τῷ συγκρ., π. Ὀρχ. 61, Ψευδολ. 10· τὸ κ., τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριον περιληπτικῶς ἐκτιθέμενον ἐν ὁρισμῷ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ὡς τὸ ἐν κεφαλαίῳ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 8, Μ. τὰ Φυσ. 1. 7, 1. ― Συγκρ. ἐπίρρ. κεφαλαιοδεστέρως Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Κραμήρου Ἑλλ. Ἀν. τομ. 4. σ. 100, 1.

Middle Liddell

κεφᾰλαι-ώδης, ες εἶδος
capital, principal, chief, Luc.:—adv. -δῶς, summarily, Arist.