λευστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(5)
m (Text replacement - "werth" to "wert")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefstir
|Transliteration C=lefstir
|Beta Code=leusth/r
|Beta Code=leusth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, (λεύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who stones</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1039</span>; <b class="b3">τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα</b> their <b class="b2">oppressor</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>5.15</span>; so perh. in <span class="bibl">Hdt.5.67</span>, where the oracle tells Cleisthenes <b class="b3">Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα</b> (or perh. <b class="b2">a mere stone-thrower</b>, i.e. <b class="b3">ψιλός</b>: Suid., quoting <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>115</span>, makes it Pass., = [[ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b3">λ. μόρος</b> death <b class="b2">by stoning</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>199</span>; λευστῆρα πρῶτον . . ῥίψας πέτρον Lyc.1187, cf. Hsch.</span>
|Definition=λευστῆρος, ὁ, ([[λεύω]])<br><span class="bld">A</span> [[one who stones]], E.''Tr.''1039; <b class="b3">τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα</b> their [[oppressor]], Ael.''NA''5.15; so perhaps in [[Herodotus|Hdt.]]5.67, where the oracle tells Cleisthenes <b class="b3">Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα</b> (or perhaps [[a mere stone-thrower]], i.e. [[ψιλός]]: Suid., quoting Ael.''Fr.''115, makes it Pass., = [[ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος]]).<br><span class="bld">II</span> as adjective, <b class="b3">λ. μόρος</b> death [[by stoning]], A.''Th.''199; λευστῆρα πρῶτον… ῥίψας πέτρον Lyc.1187, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] ῆρος, ὁ, der Steiniger; βαῖνε λευστήρων [[πέλας]] Eur. Tr. 1039; Her. 5, 67; adj., λευστὴρ [[μόρος]], der Steinigungstod, Aesch. Spt. 181; auch πέτρον λευστῆρα ῥίψας Lycophr. 1187. Bei Her. 5, 67 im Orak. erkl. man auch = der werth ist, gesteinigt zu werden, vgl. Ael. H. A. 5, 15; richtiger ein Peiniger, Tyrann; anders erkl. Müller Dorier I, 8, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] ῆρος, ὁ, der Steiniger; βαῖνε λευστήρων [[πέλας]] Eur. Tr. 1039; Her. 5, 67; adj., λευστὴρ [[μόρος]], der Steinigungstod, Aesch. Spt. 181; auch πέτρον λευστῆρα ῥίψας Lycophr. 1187. Bei Her. 5, 67 im Orak. erkl. man auch = der wert ist, gesteinigt zu werden, vgl. Ael. H. A. 5, 15; richtiger ein Peiniger, Tyrann; anders erkl. Müller Dorier I, 8, 2.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[qui lapide]];<br /><b>2</b> [[qui consiste dans la lapidation]] : λευστὴρ [[μόρος]] ESCHL la mort par lapidation;<br /><b>3</b> [[digne d'être lapidé]].<br />'''Étymologie:''' [[λεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λευστήρ:''' ῆρος adj. состоящий в побиении камнями ([[μόρος]] Aesch.).<br />ῆρος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[побивающий камнями]] Eur.;<br /><b class="num">2</b> [[мучитель]], [[убийца]] Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[λεύω]]) ὁ λιθοβολῶν, ὁ λίθοις ἀναιρῶν, [[φονεύς]], Εὐρ. Τρῳ. 1039· τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα, τὸν καταδυναστεύοντα αὐτούς, ὡς παρὰ Κικέρωνι lapidator, Αἰλ. π. Ζ. 5. 15· - καὶ [[οὕτως]] ὁ Ἡσύχ. ἐκλαμβάνει τὴν λέξιν ἐν Ἡροδ. 5. 67, [[ἔνθα]] τὸ [[μαντεῖον]] ἀποκρίνεται εἰς τὸν Κλεισθένη Ἄδρηστον μὲν [[εἶναι]] Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα· (ἐνῷ ὁ Σουΐδας θεωρεῖ αὐτὸ παθ., [[ἄξιος]] καταλευσθῆναι, λιθοβοληθῆναι, ὁ καταλευσθῆναι [[ἄξιος]]). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., λευστὴρ [[μόρος]], [[θάνατος]] διὰ λιθοβολίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 199· λ. πέτρας Λυκόφρ. 1187.
|lstext='''λευστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[λεύω]]) ὁ λιθοβολῶν, ὁ λίθοις ἀναιρῶν, [[φονεύς]], Εὐρ. Τρῳ. 1039· τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα, τὸν καταδυναστεύοντα αὐτούς, ὡς παρὰ Κικέρωνι lapidator, Αἰλ. π. Ζ. 5. 15· - καὶ [[οὕτως]] ὁ Ἡσύχ. ἐκλαμβάνει τὴν λέξιν ἐν Ἡροδ. 5. 67, [[ἔνθα]] τὸ [[μαντεῖον]] ἀποκρίνεται εἰς τὸν Κλεισθένη Ἄδρηστον μὲν [[εἶναι]] Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα· (ἐνῷ ὁ Σουΐδας θεωρεῖ αὐτὸ παθ., [[ἄξιος]] καταλευσθῆναι, λιθοβοληθῆναι, ὁ καταλευσθῆναι [[ἄξιος]]). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., λευστὴρ [[μόρος]], [[θάνατος]] διὰ λιθοβολίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 199· λ. πέτρας Λυκόφρ. 1187.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui lapide;<br /><b>2</b> qui consiste dans la lapidation : λευστὴρ [[μόρος]] ESCHL la mort par lapidation;<br /><b>3</b> digne d’être lapidé.<br />'''Étymologie:''' [[λεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] λιθοβολισμού<br /><b>2.</b> [[τύραννος]], [[δυνάστης]]<br /><b>3.</b> (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ' οὔ τι μὴ φύγη [[μόρον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λευσ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεύσ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[λεύω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μνησ</i>-<i>τήρ</i>, <i>ορχησ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[λευστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] λιθοβολισμού<br /><b>2.</b> [[τύραννος]], [[δυνάστης]]<br /><b>3.</b> (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ' οὔ τι μὴ φύγη [[μόρον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λευσ</i>- ([[πρβλ]]. [[λεύσω]], μέλλ. του [[λεύω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[μνηστήρ]], [[ορχηστήρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[λεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λιθοβολεί, [[φονιάς]], σε Ευρ.· σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., [[λευστήρ]], πιθ. [[κάποιος]] που αξίζει να λιθοβοληθεί.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., λευστὴρ [[μόρος]], [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λευστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[λεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λιθοβολεί, [[φονιάς]], σε Ευρ.· σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., [[λευστήρ]], πιθ. [[κάποιος]] που αξίζει να λιθοβοληθεί.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., λευστὴρ [[μόρος]], [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λευστήρ]], ῆρος, [[λεύω]]<br /><b class="num">I.</b> one who stones, a [[stoner]], Eur.: —in Orac. ap. Hdt., [[λευστήρ]] is prob. one [[deserving]] to be stoned.<br /><b class="num">II.</b> as adj., λευστὴρ [[μόρος]] [[death]] by [[stoning]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 11 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευστήρ Medium diacritics: λευστήρ Low diacritics: λευστήρ Capitals: ΛΕΥΣΤΗΡ
Transliteration A: leustḗr Transliteration B: leustēr Transliteration C: lefstir Beta Code: leusth/r

English (LSJ)

λευστῆρος, ὁ, (λεύω)
A one who stones, E.Tr.1039; τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα their oppressor, Ael.NA5.15; so perhaps in Hdt.5.67, where the oracle tells Cleisthenes Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα (or perhaps a mere stone-thrower, i.e. ψιλός: Suid., quoting Ael.Fr.115, makes it Pass., = ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος).
II as adjective, λ. μόρος death by stoning, A.Th.199; λευστῆρα πρῶτον… ῥίψας πέτρον Lyc.1187, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 36] ῆρος, ὁ, der Steiniger; βαῖνε λευστήρων πέλας Eur. Tr. 1039; Her. 5, 67; adj., λευστὴρ μόρος, der Steinigungstod, Aesch. Spt. 181; auch πέτρον λευστῆρα ῥίψας Lycophr. 1187. Bei Her. 5, 67 im Orak. erkl. man auch = der wert ist, gesteinigt zu werden, vgl. Ael. H. A. 5, 15; richtiger ein Peiniger, Tyrann; anders erkl. Müller Dorier I, 8, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
1 qui lapide;
2 qui consiste dans la lapidation : λευστὴρ μόρος ESCHL la mort par lapidation;
3 digne d'être lapidé.
Étymologie: λεύω.

Russian (Dvoretsky)

λευστήρ: ῆρος adj. состоящий в побиении камнями (μόρος Aesch.).
ῆρος ὁ
1 побивающий камнями Eur.;
2 мучитель, убийца Her.

Greek (Liddell-Scott)

λευστήρ: ῆρος, ὁ, (λεύω) ὁ λιθοβολῶν, ὁ λίθοις ἀναιρῶν, φονεύς, Εὐρ. Τρῳ. 1039· τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα, τὸν καταδυναστεύοντα αὐτούς, ὡς παρὰ Κικέρωνι lapidator, Αἰλ. π. Ζ. 5. 15· - καὶ οὕτως ὁ Ἡσύχ. ἐκλαμβάνει τὴν λέξιν ἐν Ἡροδ. 5. 67, ἔνθα τὸ μαντεῖον ἀποκρίνεται εἰς τὸν Κλεισθένη Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα· (ἐνῷ ὁ Σουΐδας θεωρεῖ αὐτὸ παθ., ἄξιος καταλευσθῆναι, λιθοβοληθῆναι, ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., λευστὴρ μόρος, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 199· λ. πέτρας Λυκόφρ. 1187.

Greek Monolingual

λευστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ο άξιος λιθοβολισμού
2. τύραννος, δυνάστης
3. (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ' οὔ τι μὴ φύγη μόρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λευσ- (πρβλ. λεύσω, μέλλ. του λεύω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνηστήρ, ορχηστήρ)].

Greek Monotonic

λευστήρ: -ῆρος, ὁ (λεύω
I. αυτός που λιθοβολεί, φονιάς, σε Ευρ.· σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., λευστήρ, πιθ. κάποιος που αξίζει να λιθοβοληθεί.
II. ως επίθ., λευστὴρ μόρος, θάνατος δια λιθοβολισμού, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λευστήρ, ῆρος, λεύω
I. one who stones, a stoner, Eur.: —in Orac. ap. Hdt., λευστήρ is prob. one deserving to be stoned.
II. as adj., λευστὴρ μόρος death by stoning, Aesch.