ὀκταήμερος: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
(5)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktaimeros
|Transliteration C=oktaimeros
|Beta Code=o)ktah/meros
|Beta Code=o)ktah/meros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">eight days old</b>, Ep.Phil.3.5.</span>
|Definition=ὀκταήμερον, [[eight days old]], Ep.Phil.3.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0317.png Seite 317]] achttägig, am achten Tage, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0317.png Seite 317]] achttägig, am achten Tage, [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de huit jours ; du huitième jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[ἡμέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκταήμερος:''' [[восьмидневный или приходящийся на восьмой день]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκταήμερος''': -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, περιτομὴ [[ὀκταήμερος]] Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππησ. γ΄, 5· - ὀκταήμερον, τό, παρ’ Ἐκκλησ., ἡ ὀγδόη [[ἡμέρα]] ἀπό τινος ἑορτῆς, τὰ ὀκταήμερα τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν Τυπικ.
|lstext='''ὀκταήμερος''': -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, περιτομὴ [[ὀκταήμερος]] Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππησ. γ΄, 5· - ὀκταήμερον, τό, παρ’ Ἐκκλησ., ἡ ὀγδόη [[ἡμέρα]] ἀπό τινος ἑορτῆς, τὰ ὀκταήμερα τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν Τυπικ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de huit jours ; du huitième jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[ἡμέρα]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὀκταημερον ([[ὀκτώ]], [[ἡμέρα]]), [[eight]] days [[old]]; [[passing]] the [[eighth]] [[day]]: [[περιτομή]] (cf. Winer s Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21; [[but]] [[περιτομή]]) [[ὀκταήμερος]], circumcised on the [[eighth]] [[day]], [[τεταρταῖος]]; (`the [[word]] denotes [[properly]], [[not]] [[interval]] [[but]] [[duration]]' ([[see]] Lightfoot on Philippians , the [[passage]] cited). Graecus Venetus, Genesis 17:12; ecclesiastical writings).
|txtha=ὀκταημερον ([[ὀκτώ]], [[ἡμέρα]]), [[eight]] days [[old]]; [[passing]] the [[eighth]] [[day]]: [[περιτομή]] (cf. Winer's Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21; [[but]] [[περιτομή]]) [[ὀκταήμερος]], circumcised on the [[eighth]] [[day]], [[τεταρταῖος]]; (`the [[word]] denotes [[properly]], [[not]] [[interval]] [[but]] [[duration]]' ([[see]] Lightfoot on Philippians, the [[passage]] cited). Graecus Venetus, Genesis 17:12; ecclesiastical writings).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οχταήμερος]], -η, -ο (ΑΜ [[ὀκταήμερος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται [[κατά]] την όγδοη [[ημέρα]] («[[ὀκταήμερος]] [[περιτομή]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[οκτώ]] ημέρες (α. «[[οκταήμερος]] [[πόλεμος]]» β. «οκταήμερη [[προθεσμία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκταήμερο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[οκτώ]] ημερών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο ηλικίας [[οκτώ]] ημερών<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οκταήμερα</i><br /><b>εκκλ.</b> η όγδοη [[ημέρα]] [[μετά]] από μια [[εορτή]] («τα οκταήμερα τών δεσποτικών εορτών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-[[ήμερος]])].
|mltxt=και [[οχταήμερος]], -η, -ο (ΑΜ [[ὀκταήμερος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται [[κατά]] την όγδοη [[ημέρα]] («[[ὀκταήμερος]] [[περιτομή]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[οκτώ]] ημέρες (α. «[[οκταήμερος]] [[πόλεμος]]» β. «οκταήμερη [[προθεσμία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκταήμερο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[οκτώ]] ημερών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο ηλικίας [[οκτώ]] ημερών<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οκταήμερα</i><br /><b>εκκλ.</b> η όγδοη [[ημέρα]] [[μετά]] από μια [[εορτή]] («τα οκταήμερα τών δεσποτικών εορτών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]] ([[πρβλ]]. [[τετραήμερος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκταήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που συμβαίνει κατά την όγδοη [[ημέρα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὀκταήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που συμβαίνει κατά την όγδοη [[ημέρα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀκτα-ήμερος, ον, [[ἡμέρα]]<br />on the [[eighth]] day, NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':Ñkta»meroj 哦克他-誒姆羅士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':八-日<br />'''字義溯源''':八日大的嬰孩,第八天;由([[ὀκτώ]])*=八)與([[ἡμέρα]])*=日)組成<br />'''出現次數''':總共(1);腓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 第八天(1) 腓3:5
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταήμερος Medium diacritics: ὀκταήμερος Low diacritics: οκταήμερος Capitals: ΟΚΤΑΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: oktaḗmeros Transliteration B: oktaēmeros Transliteration C: oktaimeros Beta Code: o)ktah/meros

English (LSJ)

ὀκταήμερον, eight days old, Ep.Phil.3.5.

German (Pape)

[Seite 317] achttägig, am achten Tage, N.T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de huit jours ; du huitième jour.
Étymologie: ὀκτώ, ἡμέρα.

Russian (Dvoretsky)

ὀκταήμερος: восьмидневный или приходящийся на восьмой день NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταήμερος: -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, περιτομὴ ὀκταήμερος Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππησ. γ΄, 5· - ὀκταήμερον, τό, παρ’ Ἐκκλησ., ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τινος ἑορτῆς, τὰ ὀκταήμερα τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν Τυπικ.

English (Strong)

from ὀκτώ and ἡμέρα; an eight-day old person or act: the eighth day.

English (Thayer)

ὀκταημερον (ὀκτώ, ἡμέρα), eight days old; passing the eighth day: περιτομή (cf. Winer's Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21; but περιτομή) ὀκταήμερος, circumcised on the eighth day, τεταρταῖος; (`the word denotes properly, not interval but duration' (see Lightfoot on Philippians, the passage cited). Graecus Venetus, Genesis 17:12; ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

και οχταήμερος, -η, -ο (ΑΜ ὀκταήμερος, -ον)
αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέραὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμερο
χρονικό διάστημα οκτώ ημερών
νεοελλ.-μσν.
1. ο ηλικίας οκτώ ημερών
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκταήμερα
εκκλ. η όγδοη ημέρα μετά από μια εορτή («τα οκταήμερα τών δεσποτικών εορτών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἡμέρα (πρβλ. τετραήμερος)].

Greek Monotonic

ὀκταήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που συμβαίνει κατά την όγδοη ημέρα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὀκτα-ήμερος, ον, ἡμέρα
on the eighth day, NTest.

Chinese

原文音譯:Ñkta»meroj 哦克他-誒姆羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:八-日
字義溯源:八日大的嬰孩,第八天;由(ὀκτώ)*=八)與(ἡμέρα)*=日)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 第八天(1) 腓3:5