φωταγωγός: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(4b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=φωταγωγός | |||
|Medium diacritics=φωταγωγός | |||
|Low diacritics=φωταγωγός | |||
|Capitals=ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ | |||
|Transliteration A=phōtagōgós | |||
|Transliteration B=phōtagōgos | |||
|Transliteration C=fotagogos | |||
|Beta Code=fwtagwgo/s | |||
|Definition=όν, [[enlightening]], [[illuminating]], of the sun, Mich. ''in EN'' 554.29; [[bringing to light]], [[ἀθεμίστων]] [[πραγμάτων]] PMagLond. 46.190. ἡ φ. (''[[sc.]]'' [[θυρίς]]) [[opening for light]], [[window]], Luc. ''Symp.'' 20, Dom. 6. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend, Sp.; ἡ φωτ., sc. [[θύρα]], das Lichtloch od. Fenster, Luc. Lapith. 20 Hipp. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend, Sp.; ἡ φωτ., ''[[sc.]]'' [[θύρα]], das Lichtloch od. Fenster, Luc. Lapith. 20 Hipp. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui amène la lumière ; <i>subst.</i> ἡ [[φωταγωγός]] ([[θυρίς]]) fenêtre.<br />'''Étymologie:''' [[φῶς]], [[ἄγω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φωτᾰγωγός:''' ἡ (''[[sc.]]'' [[θύρα]] или [[θυρίς]]) окно (ἀπορρῖψαί τι διὰ τῆς φωταγωγοῦ Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωτᾰγωγός''': -όν, ὁ ὁδηγῶν διὰ φωτός, φωτίζων, πληρῶν φωτός, Ἐκκλ. 2) ἡ φωταγωγὸς (ἐξυπακ. [[θύρα]]), [[ἄνοιγμα]] πρὸς φωτισμόν, παράθυρον, Λουκ. Συμπ. 20, περὶ Οἴκου 6, κλπ., πρβλ. Σουΐδ.· ― [[ὡσαύτως]], ἡ φωταγωγὸς = [[λαμπάς]], Βυζ. | |lstext='''φωτᾰγωγός''': -όν, ὁ ὁδηγῶν διὰ φωτός, φωτίζων, πληρῶν φωτός, Ἐκκλ. 2) ἡ φωταγωγὸς (ἐξυπακ. [[θύρα]]), [[ἄνοιγμα]] πρὸς φωτισμόν, παράθυρον, Λουκ. Συμπ. 20, περὶ Οἴκου 6, κλπ., πρβλ. Σουΐδ.· ― [[ὡσαύτως]], ἡ φωταγωγὸς = [[λαμπάς]], Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 12: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό / [[φωταγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρνει φως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ό / [[φωταγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρνει φως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[φωταγωγός]]<br />[[άνοιγμα]] σε τοίχο ή [[κενός]] [[χώρος]] σε [[οικοδομή]] που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαφωτίζει την [[ψυχή]] και το [[πνεύμα]], που καθοδηγεί τις ψυχές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[φωταγωγός]]<br />η [[λαμπάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[κάτι]] στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>θεολ.</b> (για τον Θεό) [[παρέχω]] πνευματικό φως, [[δίνω]] [[φώτιση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[άνοιγμα]] χρήσιμο για φωτισμό, [[φεγγίτης]] ή [[παράθυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] ([[πρβλ]]. [[δημαγωγός]], [[ψυχαγωγός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φωτᾰγωγός:''' -όν, αυτός που οδηγεί με φως· [[φωταγωγός]] (ενν. [[θύρα]]), <i>ἡ</i>, [[άνοιγμα]] για φως, [[παράθυρο]], σε Λουκ. | |lsmtext='''φωτᾰγωγός:''' -όν, αυτός που οδηγεί με φως· [[φωταγωγός]] (ενν. [[θύρα]]), <i>ἡ</i>, [[άνοιγμα]] για φως, [[παράθυρο]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=φωτ-ᾰγωγός, όν<br />[[guiding]] with a [[light]]: [[φωταγωγός]] (''[[sc.]]'' θύρἀ, an [[opening]] for [[light]], a [[window]], Luc. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό φῶς + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[φάος]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[que ilumina]], [[que trae a la luz]] de Helios Ἡλίου κόρας, ἀθεμίστων πραγμάτων δύο φωταγωγούς <b class="b3">las pupilas de Helios, que traen a la luz las acciones injustas</b> P V 190 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:20, 8 May 2023
English (LSJ)
όν, enlightening, illuminating, of the sun, Mich. in EN 554.29; bringing to light, ἀθεμίστων πραγμάτων PMagLond. 46.190. ἡ φ. (sc. θυρίς) opening for light, window, Luc. Symp. 20, Dom. 6.
German (Pape)
[Seite 1323] mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend, Sp.; ἡ φωτ., sc. θύρα, das Lichtloch od. Fenster, Luc. Lapith. 20 Hipp. 7.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui amène la lumière ; subst. ἡ φωταγωγός (θυρίς) fenêtre.
Étymologie: φῶς, ἄγω.
Russian (Dvoretsky)
φωτᾰγωγός: ἡ (sc. θύρα или θυρίς) окно (ἀπορρῖψαί τι διὰ τῆς φωταγωγοῦ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
φωτᾰγωγός: -όν, ὁ ὁδηγῶν διὰ φωτός, φωτίζων, πληρῶν φωτός, Ἐκκλ. 2) ἡ φωταγωγὸς (ἐξυπακ. θύρα), ἄνοιγμα πρὸς φωτισμόν, παράθυρον, Λουκ. Συμπ. 20, περὶ Οἴκου 6, κλπ., πρβλ. Σουΐδ.· ― ὡσαύτως, ἡ φωταγωγὸς = λαμπάς, Βυζ.
Spanish
que ilumina, que trae a la luz
Greek Monolingual
-ό / φωταγωγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που φέρνει φως
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός
άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων
μσν.
1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που καθοδηγεί τις ψυχές
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φωταγωγός
η λαμπάδα
αρχ.
1. (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει
2. αυτός που φέρνει κάτι στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)
3. μτφ. θεολ. (για τον Θεό) παρέχω πνευματικό φως, δίνω φώτιση
4. το θηλ. ως ουσ. άνοιγμα χρήσιμο για φωτισμό, φεγγίτης ή παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + ἀγωγός (πρβλ. δημαγωγός, ψυχαγωγός)].
Greek Monotonic
φωτᾰγωγός: -όν, αυτός που οδηγεί με φως· φωταγωγός (ενν. θύρα), ἡ, άνοιγμα για φως, παράθυρο, σε Λουκ.
Middle Liddell
φωτ-ᾰγωγός, όν
guiding with a light: φωταγωγός (sc. θύρἀ, an opening for light, a window, Luc.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό φῶς + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη φάος.
Léxico de magia
-όν que ilumina, que trae a la luz de Helios Ἡλίου κόρας, ἀθεμίστων πραγμάτων δύο φωταγωγούς las pupilas de Helios, que traen a la luz las acciones injustas P V 190