σμῶδιξ: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=smodiks
|Transliteration C=smodiks
|Beta Code=smw=dic
|Beta Code=smw=dic
|Definition=ιγγος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">weal, swollen bruise</b>, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη <span class="bibl">Il.2.267</span>; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον <span class="bibl">23.716</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.428</span>.</span>
|Definition=ιγγος, ἡ, [[weal]], [[swollen bruise]], caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες.. αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716, cf. Opp.''H.''2.428.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene <b class="b2">Strieme, Schwiele</b>, Beule, bes. von einem Schlage; [[σμῶδιξ]] δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. [[σμώχω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene [[Strieme]], [[Schwiele]], Beule, bes. von einem Schlage; [[σμῶδιξ]] δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. [[σμώχω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />tumeur provenant d’une contusion, contusion.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[σμώχω]], [[σμήω]].
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />[[tumeur provenant d'une contusion]], [[contusion]].<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[σμώχω]], [[σμήω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώδιγγος, ἡ, Α<br />[[πρήξιμο]] που προξενείται από [[χτύπημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[καθαρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σμώ</i>-<i>χώ</i>), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού <i>σμω</i>-<i>δ</i>(<i>ο</i>)- με το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ιγγος</i>, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>κύστ</i>-<i>ιγξ</i>, <i>μῆν</i>-<i>ιγξ</i>)].
|mltxt=-ώδιγγος, ἡ, Α<br />[[πρήξιμο]] που προξενείται από [[χτύπημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[καθαρίζω]]» ([[πρβλ]]. [[σμώχώ]]), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού <i>σμω</i>-<i>δ</i>(<i>ο</i>)- με το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ιγγος</i>, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (<b>πρβλ.</b> [[κύστιγξ]], [[μῆνιγξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σμῶδιξ:''' ιγγος ἡ полоса (от удара), кровоподтек (σ. αἱματόεσσα Hom.).
|elrutext='''σμῶδιξ:''' ιγγος ἡ [[полоса]] (от удара), кровоподтек (σ. αἱματόεσσα Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=σμῶδιξ -ιγγος, ἡ [~ σμώχω] [[striem]], [[blauwe plek]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[bloodshot bruise]], [[bloody weal]] (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).<br />Other forms: pl. <b class="b3">-ιγγες</b>. Also <b class="b3">μῶδιξ φλέψ</b>, [[φλυκτίς]] H.<br />Derivatives: <b class="b3">σμωδικὰ φάρμακα</b> (Gal.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation as [[φῦσιγξ]], [[θῶμιγξ]], [[μάσιξ]] a.o. with comparable meaning; first from a noun <b class="b3">*σμωδ(ο</b>)- with further connection with <b class="b3">σμῆ-ν</b>, <b class="b3">σμώ-χω</b> [[rub]] (Persson Stud. 156 n. 1; similar EM 721, 23); s. [[σμάω]] and W.-Hofmann s. [[fāmex]] (w. lit.). - The connection suggested is formally and semantically not convincing; rather a Pre-Greek word; note the prenasalization (Furnée 279f.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σμῶδιξ]], ιγγος,<br />a [[weal]], [[swollen]] [[bruise]], caused by a [[blow]], Il. [deriv. uncertain]
}}
{{FriskDe
|ftr='''σμῶδιξ''': {smō̃diks}<br />'''Forms''': pl. -ιγγες<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[mit Blut unterlaufene Strieme]], [[blutige Schwiele]] (Β 267, Ψ 716, Opp. ''H''. 2, 428).<br />'''Derivative''': Davon σμωδικὰ φάρμακα (Gal.). Auch [[μῶδιξ]]· [[φλέψ]], [[φλυκτίς]] H.<br />'''Etymology''': Bildung wie die gewissermaßen sinnverwandten [[φῦσιγξ]], [[θῶμιγξ]], μάσιξ u.a.; wohl zunächst von einem Nomen *σμωδ(ο)- mit weiterem Anschluß an [[σμῆν]], [[σμώχω]] [[reiben]] (Persson Stud. 156 A. 1; ähnlich ''EM'' 721, 23); s. [[σμάω]] und W.-Hofmann s. ''fāmex'' (m. Lit.).<br />'''Page''' 2,752
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῶδιξ Medium diacritics: σμῶδιξ Low diacritics: σμώδιξ Capitals: ΣΜΩΔΙΞ
Transliteration A: smō̂dix Transliteration B: smōdix Transliteration C: smodiks Beta Code: smw=dic

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, weal, swollen bruise, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες.. αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716, cf. Opp.H.2.428.

German (Pape)

[Seite 912] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene Strieme, Schwiele, Beule, bes. von einem Schlage; σμῶδιξ δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. σμώχω.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
tumeur provenant d'une contusion, contusion.
Étymologie: DELG cf. σμώχω, σμήω.

English (Autenrieth)

ιγγος: bloody wale, weal, Il. 2.267 and Il. 23.716.

Greek Monolingual

-ώδιγγος, ἡ, Α
πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώχώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού σμω-δ(ο)- με το εκφραστικό επίθημα -ιξ, -ιγγος, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (πρβλ. κύστιγξ, μῆνιγξ)].

Greek Monotonic

σμῶδιξ: -ιγγος, ἡ, οίδημα, πρήξιμο που προκαλείται από χτύπημα, μελανιά, μελάνιασμα, μώλωπας, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σμῶδιξ: ιγγος ἡ полоса (от удара), кровоподтек (σ. αἱματόεσσα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμῶδιξ -ιγγος, ἡ [~ σμώχω] striem, blauwe plek.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bloodshot bruise, bloody weal (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).
Other forms: pl. -ιγγες. Also μῶδιξ φλέψ, φλυκτίς H.
Derivatives: σμωδικὰ φάρμακα (Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as φῦσιγξ, θῶμιγξ, μάσιξ a.o. with comparable meaning; first from a noun *σμωδ(ο)- with further connection with σμῆ-ν, σμώ-χω rub (Persson Stud. 156 n. 1; similar EM 721, 23); s. σμάω and W.-Hofmann s. fāmex (w. lit.). - The connection suggested is formally and semantically not convincing; rather a Pre-Greek word; note the prenasalization (Furnée 279f.).

Middle Liddell

σμῶδιξ, ιγγος,
a weal, swollen bruise, caused by a blow, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σμῶδιξ: {smō̃diks}
Forms: pl. -ιγγες
Grammar: f.
Meaning: mit Blut unterlaufene Strieme, blutige Schwiele (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).
Derivative: Davon σμωδικὰ φάρμακα (Gal.). Auch μῶδιξ· φλέψ, φλυκτίς H.
Etymology: Bildung wie die gewissermaßen sinnverwandten φῦσιγξ, θῶμιγξ, μάσιξ u.a.; wohl zunächst von einem Nomen *σμωδ(ο)- mit weiterem Anschluß an σμῆν, σμώχω reiben (Persson Stud. 156 A. 1; ähnlich EM 721, 23); s. σμάω und W.-Hofmann s. fāmex (m. Lit.).
Page 2,752