ἐπενδύω: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(2) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0915.png Seite 915]] (s. δύω), noch dazu, darüber anziehen, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. Pelop. 11; VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0915.png Seite 915]] (s. δύω), noch dazu, darüber anziehen, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. Pelop. 11; VLL. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπενδύω:''' (= [[ἐπενδύνω]]) надевать, pass. одеваться, быть одетым (τὴν λεοντῆν Plut.): ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. одетые в женские платья поверх брони. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπενδύω]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στρώνω]], [[καλύπτω]] την εσωτερική ή την εξωτερική [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου με [[στρώμα]] από [[άλλο]] υλικό<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] με [[φύλλο]] ξύλου ή μετάλλου, [[καπλαντίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐνδύομαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ πλείονα τῶν δέντρων», Διγ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυριεύομαι από κάποιο [[συναίσθημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φορώ]] σε κάποιον τον επενδύτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ενδύω]]. Η λ. με τη [[σημασία]] «[[τοποθετώ]] χρήματα» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει αντίστοιχους ξεν. όρους ( | |mltxt=(AM [[ἐπενδύω]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στρώνω]], [[καλύπτω]] την εσωτερική ή την εξωτερική [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου με [[στρώμα]] από [[άλλο]] υλικό<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] με [[φύλλο]] ξύλου ή μετάλλου, [[καπλαντίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐνδύομαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ πλείονα τῶν δέντρων», Διγ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυριεύομαι από κάποιο [[συναίσθημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φορώ]] σε κάποιον τον επενδύτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ενδύω]]. Η λ. με τη [[σημασία]] «[[τοποθετώ]] χρήματα» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει αντίστοιχους ξεν. όρους ([[πρβλ]]. αγλλ. <i>invest</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:45, 3 October 2022
English (LSJ)
v. ἐπενδύνω.
German (Pape)
[Seite 915] (s. δύω), noch dazu, darüber anziehen, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. Pelop. 11; VLL.
Russian (Dvoretsky)
ἐπενδύω: (= ἐπενδύνω) надевать, pass. одеваться, быть одетым (τὴν λεοντῆν Plut.): ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. одетые в женские платья поверх брони.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενδύω: ἴδε ἐπενδύνω, ἐν τέλει.
English (Thayer)
1st aorist middle infinitive ἐπενδύσασθαι; to put on over (A. V. to be clothed upon): Plutarch, Pelop. 11; actively, Josephus, Antiquities 5,1, 12.)
Greek Monolingual
(AM ἐπενδύω) νεοελλ.
1. στρώνω, καλύπτω την εσωτερική ή την εξωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό
2. καλύπτω με φύλλο ξύλου ή μετάλλου, καπλαντίζω
μσν.
μέσ. ἐνδύομαι
1. είμαι περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ πλείονα τῶν δέντρων», Διγ.)
2. μέσ. κυριεύομαι από κάποιο συναίσθημα
αρχ.-μσν.
φορώ σε κάποιον τον επενδύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενδύω. Η λ. με τη σημασία «τοποθετώ χρήματα» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει αντίστοιχους ξεν. όρους (πρβλ. αγλλ. invest)].