προνομεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(4)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pronomeyo
|Transliteration C=pronomeyo
|Beta Code=pronomeu/w
|Beta Code=pronomeu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">forage, plunder</b>, <span class="bibl">Plb.2.27.2</span>, <span class="bibl">Str.16.1.18</span>, <span class="bibl">Onos.10.8</span>, <span class="bibl">Polyaen.3.10.5</span>; [<b class="b3">προβοσκίδα] ἔχουσα π</b>., of a fly, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Musc.Enc.</span>3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> trans., <b class="b2">plunder, ravage</b>, τὴν τῶν πολεμίων <span class="bibl">D.H.8.11</span> (also in Pass., ibid., <span class="bibl">D.S.13.109</span>); <b class="b2">pluck</b>, ὄρμενα <span class="bibl">Posidipp. 24</span>; <b class="b2">eat greedily</b>, τὰ δεῖπνα Plu.2.709a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">carry away captive</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>31.9</span>, al.:—Pass., ib.<span class="bibl"><span class="title">Si.</span>48.15</span>. (Rejected by <span class="bibl">Thom.Mag. p.275</span> R.)</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[forage]], [[plunder]], Plb.2.27.2, Str.16.1.18, Onos.10.8, Polyaen.3.10.5; [προβοσκίδα] ἔχουσα π., of a fly, Luc.''Musc.Enc.''3.<br><span class="bld">II</span> trans., [[plunder]], [[ravage]], τὴν τῶν πολεμίων D.H.8.11 (also in Pass., ibid., [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.109); [[pluck]], ὄρμενα Posidipp. 24; [[eat greedily]], τὰ δεῖπνα Plu.2.709a.<br><span class="bld">2</span> [[carry away captive]], [[LXX]] ''Nu.''31.9, al.:—Pass., ib.''Si.''48.15. (Rejected by Thom.Mag. p.275 R.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] im Kriege auf Fouragirung ausgehen; Posidipp. bei Phot. lex., ὅρμενα; Pol. 2, 27, 2, u. öfter; χώραν, durch Fouragiren ausplündern, D. Hal. 6, 42; Polyaen. 3, 10, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] im Kriege auf Fouragirung ausgehen; Posidipp. bei Phot. lex., ὅρμενα; Pol. 2, 27, 2, u. öfter; χώραν, durch Fouragiren ausplündern, D. Hal. 6, 42; Polyaen. 3, 10, 5.
}}
{{bailly
|btext=dévaster, piller, acc. ; <i>fig.</i> manger gloutonnement, dévorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[προνομή]].
}}
{{elnl
|elnltext=προνομεύω [προνομή] [[voedsel zoeken]].
}}
{{elru
|elrutext='''προνομεύω:'''<br /><b class="num">1</b> (о насекомых), [[собирать корм]] (τῷ στόματι καὶ τῇ προβοσκίδι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[жадно есть]], [[пожирать]] (τὰ δεῖπνα Plut.);<br /><b class="num">3</b> собирать фураж, перен. опустошать, грабить Polyb., Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προνομεύω''': [[ἐπιτρέχω]] χώραν ἐχθρικὴν [[χάριν]] προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, [[διαρπάζω]], λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]], Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, [[ἔνδοθι]] προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― [[τρώγω]] ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· [[ἀπάγω]] αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ [[οὔτε]] τὸ προνομεύειν, [[οὔτε]] ἡ [[προνομεία]] παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742.
|lstext='''προνομεύω''': [[ἐπιτρέχω]] χώραν ἐχθρικὴν [[χάριν]] προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, [[διαρπάζω]], λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]], Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, [[ἔνδοθι]] προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― [[τρώγω]] ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· [[ἀπάγω]] αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ [[οὔτε]] τὸ προνομεύειν, [[οὔτε]] ἡ [[προνομεία]] παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742.
}}
{{bailly
|btext=dévaster, piller, acc. ; <i>fig.</i> manger gloutonnement, dévorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[προνομή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[προνομή]]<br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) [[κάνω]] επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική [[χώρα]] για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό του στρατού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῑκας [[Μαδιάμ]]», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]], [[υποτάσσω]] («καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐπρονόμευσαν», ΠΔ)<br /><b>5.</b> (για [[μύγα]]) [[βόσκω]], τρέφομαι<br /><b>6.</b> [[τρώω]] με [[λαιμαργία]].
|mltxt=Α [[προνομή]]<br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) [[κάνω]] επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική [[χώρα]] για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό του στρατού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῖκας [[Μαδιάμ]]», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]], [[υποτάσσω]] («καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐπρονόμευσαν», ΠΔ)<br /><b>5.</b> (για [[μύγα]]) [[βόσκω]], τρέφομαι<br /><b>6.</b> [[τρώω]] με [[λαιμαργία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προνομεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βγαίνω]] εξω για [[λεηλασία]], [[πλιάτσικο]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''προνομεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βγαίνω]] εξω για [[λεηλασία]], [[πλιάτσικο]], σε Πολύβ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=προνομεύω [προνομή] voedsel zoeken.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to go out for [[foraging]], Polyb.
}}
{{elru
|elrutext='''προνομεύω:''' <b class="num">1)</b> (о насекомых) собирать корм (τῷ στόματι καὶ τῇ προβοσκίδι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> жадно есть, пожирать (τὰ δεῖπνα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> собирать фураж, перен. опустошать, грабить Polyb., Diod.
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνομεύω Medium diacritics: προνομεύω Low diacritics: προνομεύω Capitals: ΠΡΟΝΟΜΕΥΩ
Transliteration A: pronomeúō Transliteration B: pronomeuō Transliteration C: pronomeyo Beta Code: pronomeu/w

English (LSJ)

A forage, plunder, Plb.2.27.2, Str.16.1.18, Onos.10.8, Polyaen.3.10.5; [προβοσκίδα] ἔχουσα π., of a fly, Luc.Musc.Enc.3.
II trans., plunder, ravage, τὴν τῶν πολεμίων D.H.8.11 (also in Pass., ibid., D.S.13.109); pluck, ὄρμενα Posidipp. 24; eat greedily, τὰ δεῖπνα Plu.2.709a.
2 carry away captive, LXX Nu.31.9, al.:—Pass., ib.Si.48.15. (Rejected by Thom.Mag. p.275 R.)

German (Pape)

[Seite 736] im Kriege auf Fouragirung ausgehen; Posidipp. bei Phot. lex., ὅρμενα; Pol. 2, 27, 2, u. öfter; χώραν, durch Fouragiren ausplündern, D. Hal. 6, 42; Polyaen. 3, 10, 5.

French (Bailly abrégé)

dévaster, piller, acc. ; fig. manger gloutonnement, dévorer, acc..
Étymologie: προνομή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνομεύω [προνομή] voedsel zoeken.

Russian (Dvoretsky)

προνομεύω:
1 (о насекомых), собирать корм (τῷ στόματι καὶ τῇ προβοσκίδι Luc.);
2 жадно есть, пожирать (τὰ δεῖπνα Plut.);
3 собирать фураж, перен. опустошать, грабить Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

προνομεύω: ἐπιτρέχω χώραν ἐχθρικὴν χάριν προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, διαρπάζω, λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., αὐτόθι, Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, ἔνδοθι προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― τρώγω ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· ἀπάγω αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ οὔτε τὸ προνομεύειν, οὔτεπρονομεία παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742.

Greek Monolingual

Α προνομή
1. (για στρατιώτες) κάνω επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική χώρα για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό του στρατού
2. (γενικά) ληστεύω, λεηλατώ
3. παίρνω κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῖκας Μαδιάμ», ΠΔ)
4. καταβάλλω, υποτάσσω («καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐπρονόμευσαν», ΠΔ)
5. (για μύγα) βόσκω, τρέφομαι
6. τρώω με λαιμαργία.

Greek Monotonic

προνομεύω: μέλ. -σω, βγαίνω εξω για λεηλασία, πλιάτσικο, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. σω
to go out for foraging, Polyb.