συνεπιμελέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(4b)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synepimeleomai
|Transliteration C=synepimeleomai
|Beta Code=sunepimele/omai
|Beta Code=sunepimele/omai
|Definition=or συνεπι-μέλομαι, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">join in taking care of</b> or <b class="b2">attending to</b>, τινος <span class="bibl">Th.8.39</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>1.8</span>, etc.; <b class="b3">τῆς στρατιᾶς</b> <b class="b2">have joint charge of</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>6.1.22</span>; σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει <span class="bibl">D. 48.5</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>49.3</span>; συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς <span class="title">IG</span>12.59.14, cf. 88.19; <b class="b3">τοῦ ἀναθήματος . . τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ</b>. 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.8.3</span>; συνεπιμεληθῆναι ὅπως καταστῶσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>754c</span>; ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ <span class="title">IG</span>12.39.68; ὅπως τι ληφθῇ <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>217.6</span> (iii B.C.), cf. <span class="title">IG</span>22.678.14; σ. ἵνα . . <span class="title">OGI</span> 214.24 (Milet., iii B.C.).</span>
|Definition=or [[συνεπιμέλομαι]], [[join in taking care of]] or [[attending to]], τινος Th.8.39, X.''Eq.Mag.''1.8, etc.; <b class="b3">τῆς στρατιᾶς</b> [[have joint charge of]], Id.''An.''6.1.22; σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει D. 48.5, cf. Arist.''Ath.''49.3; συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς ''IG''12.59.14, cf. 88.19; <b class="b3">τοῦ ἀναθήματος.. τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ.</b> 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.8.3; συνεπιμεληθῆναι ὅπως καταστῶσιν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''754c; ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ ''IG''12.39.68; ὅπως τι ληφθῇ ''PCair.Zen.''217.6 (iii B.C.), cf. ''IG''22.678.14; σ. ἵνα.. ''OGI'' 214.24 (Milet., iii B.C.).
}}
{{bailly
|btext=[[συνεπιμελοῦμαι]];<br />prendre soin en même temps <i>ou</i> en commun : τινος de qqn <i>ou</i> de qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιμελέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επιμελέομαι en συνεπιμέλομαι, Att. ook ξυνεπιμέλομαι [σύν, ἐπί, μέλομαι] mede zorg of verantwoordelijkheid dragen voor, mede zorgen voor, mede zich inzetten voor, met gen.; met ὅπως + conj. of indic. fut. er mede voor zorgen dat.
}}
{{pape
|ptext=dep. pass., <i>mit od. [[zugleich]] [[besorgen]]</i>; Thuc. 8.39; τούτους [[δεῖν]] συνεπιμεληθῆναι, ὅπως, Plat. <i>Legg</i>. VI.754c; Xen. <i>An</i>. 5.9.23, <i>Mem</i>. 2.8.3; τινός, <i>Oec</i>. 4.3, 6.9; Folgde.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιμελέομαι:''' [[вместе заботиться]], [[принимать участие в заботах]] (τινος Thuc., Xen., Dem.): τούτους [[δεῖν]] συνεπιμεληθῆναι, [[ὅπως]] … Plat. они должны (говорю я) сообща проследить за тем, чтобы ….
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιμελέομαι''': ἀποθετ. ([[μέλομαι]]) ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιμελοῦμαι, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος ἢ [[προσέχω]] εἴς τι, τινος Θουκ. 8. 39· Ξεν.· σ. τῆς στρατιᾶς, ἔχειν κοινὴν ἐπιμέλειαν ἢ φροντίδα περὶ αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 22· σ. τινος μετά τινος Δημ. 1168. 17· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξυνεπιμεληθῆναι [[ὅπως]] τι ἔσται Πλάτ. Νόμ. 754C· σ. ὡς... Συλλ. Ἐπιγρ. 115.
|lstext='''συνεπιμελέομαι''': ἀποθετ. ([[μέλομαι]]) ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιμελοῦμαι, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος ἢ [[προσέχω]] εἴς τι, τινος Θουκ. 8. 39· Ξεν.· σ. τῆς στρατιᾶς, ἔχειν κοινὴν ἐπιμέλειαν ἢ φροντίδα περὶ αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 22· σ. τινος μετά τινος Δημ. 1168. 17· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξυνεπιμεληθῆναι [[ὅπως]] τι ἔσται Πλάτ. Νόμ. 754C· σ. ὡς... Συλλ. Ἐπιγρ. 115.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />prendre soin en même temps <i>ou</i> en commun : τινος de qqn <i>ou</i> de qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιμελέομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιμελέομαι:''' αποθ. ([[μέλομαι]]), [[συμμετέχω]] στη [[φροντίδα]] για [[κάτι]] ή [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον, <i>τινος</i>, σε Θουκ., Ξεν.· [[συνεπιμελέομαι]] τῆς στρατιᾶς, έχω από κοινού την [[επιμέλεια]], τη [[φροντίδα]] για το [[στράτευμα]], σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ.
|lsmtext='''συνεπιμελέομαι:''' αποθ. ([[μέλομαι]]), [[συμμετέχω]] στη [[φροντίδα]] για [[κάτι]] ή [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον, <i>τινος</i>, σε Θουκ., Ξεν.· [[συνεπιμελέομαι]] τῆς στρατιᾶς, έχω από κοινού την [[επιμέλεια]], τη [[φροντίδα]] για το [[στράτευμα]], σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=συν-επιμελέομαι en συνεπιμέλομαι, Att. ook ξυνεπιμέλομαι [σύν, ἐπί, μέλομαι] mede zorg of verantwoordelijkheid dragen voor, mede zorgen voor, mede zich inzetten voor, met gen.; met ὅπως + conj. of indic. fut. er mede voor zorgen dat.
|mdlsjtxt=[[μέλομαι]]<br />Dep. to [[join]] in [[taking]] [[care]] of or attending to, τινος Thuc., Xen.; ς. τῆς στρατιᾶς to [[have]] [[joint]] [[charge]] of the [[army]], Xen.; absol., Xen.
}}
}}
{{elru
{{lxth
|elrutext='''συνεπιμελέομαι:''' вместе заботиться, принимать участие в заботах (τινος Thuc., Xen., Dem.): τούτους [[δεῖν]] συνεπιμεληθῆναι, [[ὅπως]] … Plat. они должны (говорю я) сообща проследить за тем, чтобы ….
|lthtxt=''[[una curare]]'', to [[take care of together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.39.2/ 8.39.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιμελέομαι Medium diacritics: συνεπιμελέομαι Low diacritics: συνεπιμελέομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synepimeléomai Transliteration B: synepimeleomai Transliteration C: synepimeleomai Beta Code: sunepimele/omai

English (LSJ)

or συνεπιμέλομαι, join in taking care of or attending to, τινος Th.8.39, X.Eq.Mag.1.8, etc.; τῆς στρατιᾶς have joint charge of, Id.An.6.1.22; σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει D. 48.5, cf. Arist.Ath.49.3; συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς IG12.59.14, cf. 88.19; τοῦ ἀναθήματος.. τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ. 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., X.Mem.2.8.3; συνεπιμεληθῆναι ὅπως καταστῶσιν Pl.Lg.754c; ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ IG12.39.68; ὅπως τι ληφθῇ PCair.Zen.217.6 (iii B.C.), cf. IG22.678.14; σ. ἵνα.. OGI 214.24 (Milet., iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

συνεπιμελοῦμαι;
prendre soin en même temps ou en commun : τινος de qqn ou de qch.
Étymologie: σύν, ἐπιμελέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιμελέομαι en συνεπιμέλομαι, Att. ook ξυνεπιμέλομαι [σύν, ἐπί, μέλομαι] mede zorg of verantwoordelijkheid dragen voor, mede zorgen voor, mede zich inzetten voor, met gen.; met ὅπως + conj. of indic. fut. er mede voor zorgen dat.

German (Pape)

dep. pass., mit od. zugleich besorgen; Thuc. 8.39; τούτους δεῖν συνεπιμεληθῆναι, ὅπως, Plat. Legg. VI.754c; Xen. An. 5.9.23, Mem. 2.8.3; τινός, Oec. 4.3, 6.9; Folgde.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιμελέομαι: вместе заботиться, принимать участие в заботах (τινος Thuc., Xen., Dem.): τούτους δεῖν συνεπιμεληθῆναι, ὅπως … Plat. они должны (говорю я) сообща проследить за тем, чтобы ….

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιμελέομαι: ἀποθετ. (μέλομαι) ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω περί τινος ἢ προσέχω εἴς τι, τινος Θουκ. 8. 39· Ξεν.· σ. τῆς στρατιᾶς, ἔχειν κοινὴν ἐπιμέλειαν ἢ φροντίδα περὶ αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 22· σ. τινος μετά τινος Δημ. 1168. 17· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξυνεπιμεληθῆναι ὅπως τι ἔσται Πλάτ. Νόμ. 754C· σ. ὡς... Συλλ. Ἐπιγρ. 115.

Greek Monotonic

συνεπιμελέομαι: αποθ. (μέλομαι), συμμετέχω στη φροντίδα για κάτι ή φροντίζω, επιμελούμαι κάτι από κοινού με κάποιον, τινος, σε Θουκ., Ξεν.· συνεπιμελέομαι τῆς στρατιᾶς, έχω από κοινού την επιμέλεια, τη φροντίδα για το στράτευμα, σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ.

Middle Liddell

μέλομαι
Dep. to join in taking care of or attending to, τινος Thuc., Xen.; ς. τῆς στρατιᾶς to have joint charge of the army, Xen.; absol., Xen.

Lexicon Thucydideum

una curare, to take care of together, 8.39.2.