προφυλακή: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
(CSV import) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=profylaki | |Transliteration C=profylaki | ||
|Beta Code=profulakh/ | |Beta Code=profulakh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[guard in front]]; in plural, [[outposts]], [[vedettes]], [[piquets]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.3.25, ''Eq. Mag.''7.13, Plu.''Caes.''39: sg., <b class="b3">ἡ π. αὐτοῦ</b> his [[advanced guard]], X.''HG''4.1.24, cf. Plb.5.3.2; <b class="b3">ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς</b> with [[an advanced guard]], with [[outposts]], Th.4.30.<br><span class="bld">II</span> [[guarding]], [[guard]], τῶν πόλεων Plb.5.95.5, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.2 (pl.).<br><span class="bld">III</span> [[watch]], [[vigil]], [[LXX]] ''Ex.''12.42, al.<br><span class="bld">IV</span> [[caution]], προφυλακῇ χρῆσθαι περί τι Ph.1.283.<br><span class="bld">2</span> [[precaution]], c.gen., against... Id.2.368, al., cf. Epicur.''Oxy.''215 iii 14: Medic., <b class="b3">προφυλακῆς χάριν</b> as a [[precaution]], Sor.1.118, cf. Dsc.2.47. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] ἡ, Vorwache, Vorposten, im plur., Xen. Cyr. 3, 2, 25. 6, 3, 9 u. öfter, u. A., wie Pol. 5, 3, 2; – Vorsicht, ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, Thuc. 4, 30. – Auch Amulet, Verwahrungsmittel, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] ἡ, Vorwache, Vorposten, im plur., Xen. Cyr. 3, 2, 25. 6, 3, 9 u. öfter, u. A., wie Pol. 5, 3, 2; – Vorsicht, ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, Thuc. 4, 30. – Auch Amulet, Verwahrungsmittel, Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> avant-poste;<br /><b>2</b> [[précaution]], [[préservatif]].<br />'''Étymologie:''' [[προφυλάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προφυλακή -ῆς, ἡ [προφυλάσσω] milit. voorpost. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προφῠλᾰκή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[передняя стража]], [[передовой пост]], [[авангард]] Xen., Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[предосторожность]], [[бдительность]] Plut.: διὰ προφυλακήν Thuc. из предосторожности. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προφῠλᾰκή''': ([[προφυλάσσω]]) οἱ προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25, Ἱππαρχ. 7. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἡ πρ. [[αὐτοῦ]], οἱ πρόσκοποι [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 1, 24, πρβλ. Πολύβ. 5. 3, 2· ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, ἔχοντες τεταγμένους προσκόπους, Θουκ. 4. 30. ΙΙ. [[φυλακή]], φύλακες, [[φρουρά]], Πολύβ. 5. 95, 5. <br />ΙΙΙ. φύλακες νυκτερινοί, σκοποί, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 42). ΙV. [[φυλακτήριον]], προφυλακτικόν, Ἑβδ. 2, 49, ὁ αὐτ. π. Ἰοβόλ. σ. 44. | |lstext='''προφῠλᾰκή''': ([[προφυλάσσω]]) οἱ προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25, Ἱππαρχ. 7. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἡ πρ. [[αὐτοῦ]], οἱ πρόσκοποι [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 1, 24, πρβλ. Πολύβ. 5. 3, 2· ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, ἔχοντες τεταγμένους προσκόπους, Θουκ. 4. 30. ΙΙ. [[φυλακή]], φύλακες, [[φρουρά]], Πολύβ. 5. 95, 5. <br />ΙΙΙ. φύλακες νυκτερινοί, σκοποί, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 42). ΙV. [[φυλακτήριον]], προφυλακτικόν, Ἑβδ. 2, 49, ὁ αὐτ. π. Ἰοβόλ. σ. 44. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φυλακή]]<br />[[εμπροσθοφυλακή]], στρατιωτική [[δύναμη]] η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο του στρατεύματος, όταν αυτό σταθμεύει, και παίρνει [[θέση]] [[προς]] τα [[εμπρός]] για να προειδοποιήσει για [[τυχόν]] [[εκδήλωση]] στρατιωτικής δραστηριότητας του εχθρού [[αλλά]] και για να διεξαγάγει επιβραδυντικό αγώνα (α. «στις προφυλακές τοποθετήθηκαν επίλεκτα τμήματα» β. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[φυλακή]]<br />[[εμπροσθοφυλακή]], στρατιωτική [[δύναμη]] η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο του στρατεύματος, όταν αυτό σταθμεύει, και παίρνει [[θέση]] [[προς]] τα [[εμπρός]] για να προειδοποιήσει για [[τυχόν]] [[εκδήλωση]] στρατιωτικής δραστηριότητας του εχθρού [[αλλά]] και για να διεξαγάγει επιβραδυντικό αγώνα (α. «στις προφυλακές τοποθετήθηκαν επίλεκτα τμήματα» β. «ταῖς προφυλακαῖς τῶν πολεμίων ἐπιδραμόντες» <b>Πλούτ.</b><br />γ. «κατάσκοποι ἐνέπιπτον εἰς τὰς προφυλακὰς αὐτῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών φυλάκων, η [[φρουρά]]<br /><b>2.</b> οι νυκτερινοί σκοποί, η [[νυκτοφυλακή]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[προφύλαξη]]<br /><b>4.</b> [[προφύλαξη]] από κάποιον. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προφῠλᾰκή:''' ([[προφυλάσσω]]), οι προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι· στον πληθ., [[προφυλακή]], [[εμπροσθοφυλακή]], σε Ξεν.· στον ενικ., ἡ πρ. [[αὐτοῦ]], η προωθημένη [[φρουρά]] του, στον ίδ.· <i>διὰ προφυλακῆς</i>, με προπορευόμενους ανιχνευτές, σε Θουκ. | |lsmtext='''προφῠλᾰκή:''' ([[προφυλάσσω]]), οι προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι· στον πληθ., [[προφυλακή]], [[εμπροσθοφυλακή]], σε Ξεν.· στον ενικ., ἡ πρ. [[αὐτοῦ]], η προωθημένη [[φρουρά]] του, στον ίδ.· <i>διὰ προφυλακῆς</i>, με προπορευόμενους ανιχνευτές, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[προφυλάσσω]]<br />a [[guard]] in [[front]]; in plural outposts, videttes, piquets, Xen.; in sg., ἡ πρ. [[αὐτοῦ]] his advanced [[guard]], Xen.; διὰ προφυλακῆς with an advanced [[guard]], Thuc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[advance-guard]], [[vedettes]] | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[praesidium]]'', [[protection]], [[garrison]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.30.2/ 4.30.2]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 16 November 2024
English (LSJ)
ἡ,
A guard in front; in plural, outposts, vedettes, piquets, X.Cyr.3.3.25, Eq. Mag.7.13, Plu.Caes.39: sg., ἡ π. αὐτοῦ his advanced guard, X.HG4.1.24, cf. Plb.5.3.2; ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς with an advanced guard, with outposts, Th.4.30.
II guarding, guard, τῶν πόλεων Plb.5.95.5, cf. D.S.11.2 (pl.).
III watch, vigil, LXX Ex.12.42, al.
IV caution, προφυλακῇ χρῆσθαι περί τι Ph.1.283.
2 precaution, c.gen., against... Id.2.368, al., cf. Epicur.Oxy.215 iii 14: Medic., προφυλακῆς χάριν as a precaution, Sor.1.118, cf. Dsc.2.47.
German (Pape)
[Seite 798] ἡ, Vorwache, Vorposten, im plur., Xen. Cyr. 3, 2, 25. 6, 3, 9 u. öfter, u. A., wie Pol. 5, 3, 2; – Vorsicht, ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, Thuc. 4, 30. – Auch Amulet, Verwahrungsmittel, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 avant-poste;
2 précaution, préservatif.
Étymologie: προφυλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφυλακή -ῆς, ἡ [προφυλάσσω] milit. voorpost.
Russian (Dvoretsky)
προφῠλᾰκή: ἡ
1 передняя стража, передовой пост, авангард Xen., Polyb.;
2 предосторожность, бдительность Plut.: διὰ προφυλακήν Thuc. из предосторожности.
Greek (Liddell-Scott)
προφῠλᾰκή: (προφυλάσσω) οἱ προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25, Ἱππαρχ. 7. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἡ πρ. αὐτοῦ, οἱ πρόσκοποι αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 1, 24, πρβλ. Πολύβ. 5. 3, 2· ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, ἔχοντες τεταγμένους προσκόπους, Θουκ. 4. 30. ΙΙ. φυλακή, φύλακες, φρουρά, Πολύβ. 5. 95, 5.
ΙΙΙ. φύλακες νυκτερινοί, σκοποί, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 42). ΙV. φυλακτήριον, προφυλακτικόν, Ἑβδ. 2, 49, ὁ αὐτ. π. Ἰοβόλ. σ. 44.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φυλακή
εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο του στρατεύματος, όταν αυτό σταθμεύει, και παίρνει θέση προς τα εμπρός για να προειδοποιήσει για τυχόν εκδήλωση στρατιωτικής δραστηριότητας του εχθρού αλλά και για να διεξαγάγει επιβραδυντικό αγώνα (α. «στις προφυλακές τοποθετήθηκαν επίλεκτα τμήματα» β. «ταῖς προφυλακαῖς τῶν πολεμίων ἐπιδραμόντες» Πλούτ.
γ. «κατάσκοποι ἐνέπιπτον εἰς τὰς προφυλακὰς αὐτῶν», Ξεν.)
αρχ.
1. το σύνολο τών φυλάκων, η φρουρά
2. οι νυκτερινοί σκοποί, η νυκτοφυλακή
3. τόπος κατάλληλος για προφύλαξη
4. προφύλαξη από κάποιον.
Greek Monotonic
προφῠλᾰκή: (προφυλάσσω), οι προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι· στον πληθ., προφυλακή, εμπροσθοφυλακή, σε Ξεν.· στον ενικ., ἡ πρ. αὐτοῦ, η προωθημένη φρουρά του, στον ίδ.· διὰ προφυλακῆς, με προπορευόμενους ανιχνευτές, σε Θουκ.
Middle Liddell
προφυλάσσω
a guard in front; in plural outposts, videttes, piquets, Xen.; in sg., ἡ πρ. αὐτοῦ his advanced guard, Xen.; διὰ προφυλακῆς with an advanced guard, Thuc.