μεταστρατοπεδεύω: Difference between revisions

From LSJ
(1ba)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metastratopedeyo
|Transliteration C=metastratopedeyo
|Beta Code=metastratopedeu/w
|Beta Code=metastratopedeu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shift one's ground</b> or <b class="b2">camp</b>, <span class="bibl">Plb.3.112.2</span>, <span class="bibl">D.S. 14.32</span>, Plu.2.228d:—Med., <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.23</span>; πρὸς τὸ ἄστυ <span class="bibl">Id.<span class="title">Ages.</span>2.18</span>; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα <span class="bibl">D.H.9.6</span> (Act. as v.l.).</span>
|Definition=[[shift one's ground]] or [[camp]], Plb.3.112.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]] 14.32, Plu.2.228d:—Med., [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.''Ages.''2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0154.png Seite 154]] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ [[ἄστυ]], Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0154.png Seite 154]] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ [[ἄστυ]], Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.
}}
{{bailly
|btext=[[changer de campement]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[στρατοπεδεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' тж. med. перемещать лагерь ([[ταχέως]] Polyb.; med. πρὸς τὸ [[ἄστυ]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταστρᾰτοπεδεύω''': μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.
|lstext='''μεταστρᾰτοπεδεύω''': μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=changer de campement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[στρατοπεδεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μεταστρατοπεδεύω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]] σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]] («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον [[χωρίον]]», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=(Α [[μεταστρατοπεδεύω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]] σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]] («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῦσαι καὶ καταλαβεῖν εὔυδρον [[χωρίον]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
|lsmtext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' тж. med. перемещать лагерь ([[ταχέως]] Polyb.; med. πρὸς τὸ [[ἄστυ]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[shift]] one's [[ground]] or [[camp]], Polyb.:—so in Mid., Xen.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[shift]] one's [[ground]] or [[camp]], Polyb.:—so in Mid., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστρᾰτοπεδεύω Medium diacritics: μεταστρατοπεδεύω Low diacritics: μεταστρατοπεδεύω Capitals: ΜΕΤΑΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΩ
Transliteration A: metastratopedeúō Transliteration B: metastratopedeuō Transliteration C: metastratopedeyo Beta Code: metastratopedeu/w

English (LSJ)

shift one's ground or camp, Plb.3.112.2, D.S. 14.32, Plu.2.228d:—Med., X.Cyr.3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.Ages.2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).

German (Pape)

[Seite 154] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.

French (Bailly abrégé)

changer de campement.
Étymologie: μετά, στρατοπεδεύω.

Russian (Dvoretsky)

μεταστρᾰτοπεδεύω: тж. med. перемещать лагерь (ταχέως Polyb.; med. πρὸς τὸ ἄστυ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταστρᾰτοπεδεύω: μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.

Greek Monolingual

μεταστρατοπεδεύω)
(ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῦσαι καὶ καταλαβεῖν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μεταστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
to shift one's ground or camp, Polyb.:—so in Mid., Xen.