βαθύπλουτος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(1a) |
mNo edit summary |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vathyploutos | |Transliteration C=vathyploutos | ||
|Beta Code=baqu/ploutos | |Beta Code=baqu/ploutos | ||
|Definition= | |Definition=βαθύπλουτον, [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[immensely rich]], [[ultrarich]], [[superrich]], [[filthy rich]] ζωά B.3.82; χθών A.''Supp.''554 (lyr.); Εἰρήνα E.''Fr.''453, copied by Ar.''Fr.''109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(βᾰθύπλουτος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[de abundante y sólida riqueza]], [[opulento]] ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.<i>Supp</i>.554, cf. <i>Fr</i>.451g.3, εἰρήνα E.<i>Fr</i>.4.104O.M., Ar.<i>Fr</i>.111, cf. <i>Epigr.Adesp.SHell</i>.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)<br /><b class="num">•</b>de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη <i>AP</i> 16.40 (Crin.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0424.png Seite 424]] sehr reich, [[χθών]] Aesch. Suppl. 549; [[εἰρήνη]] Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0424.png Seite 424]] sehr reich, [[χθών]] Aesch. Suppl. 549; [[εἰρήνη]] Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />profondément, <i>càd</i> immensément riche.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[πλοῦτος]]. | |btext=ος, ον :<br />profondément, <i>càd</i> immensément riche.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[πλοῦτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βαθύπλουτος]] -ον [[βαθύς]], [[πλοῦτος]] [[overvloedig rijk]], [[met overvloedige rijkdom]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαθύπλουτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[чрезвычайно богатый]] ([[χθών]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[приумножающий богатства]] ([[εἰρήνη]] Eur., Arph.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βᾰθύπλουτος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[πλούσιος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. [[βαθυκτέανος]], [[βάθος]] 2. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰθύπλουτος:''' -ον, υπερβολικά [[πλούσιος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''βᾰθύπλουτος:''' -ον, υπερβολικά [[πλούσιος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[exceeding]] [[rich]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[exceeding]] [[rich]], Aesch. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[filthy rich]]=== | |||
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 23 March 2024
English (LSJ)
βαθύπλουτον, exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, immensely rich, ultrarich, superrich, filthy rich ζωά B.3.82; χθών A.Supp.554 (lyr.); Εἰρήνα E.Fr.453, copied by Ar.Fr.109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4.
Spanish (DGE)
(βᾰθύπλουτος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de abundante y sólida riqueza, opulento ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.Supp.554, cf. Fr.451g.3, εἰρήνα E.Fr.4.104O.M., Ar.Fr.111, cf. Epigr.Adesp.SHell.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en ZPE 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)
•de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη AP 16.40 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 424] sehr reich, χθών Aesch. Suppl. 549; εἰρήνη Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
profondément, càd immensément riche.
Étymologie: βαθύς, πλοῦτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύπλουτος -ον βαθύς, πλοῦτος overvloedig rijk, met overvloedige rijkdom.
Russian (Dvoretsky)
βαθύπλουτος:
1 чрезвычайно богатый (χθών Aesch.);
2 приумножающий богатства (εἰρήνη Eur., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύπλουτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν πλούσιος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. βαθυκτέανος, βάθος 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βαθύπλουτος, -ον)
πολύ πλούσιος.
Greek Monotonic
βᾰθύπλουτος: -ον, υπερβολικά πλούσιος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Translations
filthy rich
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก