προσεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosektikos
|Transliteration C=prosektikos
|Beta Code=prosektiko/s
|Beta Code=prosektiko/s
|Definition=ή, όν, (προσέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">attentive</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.5.5</span> (Comp.); ἀκροατής <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1415a36</span>, Ps.-Plu.<span class="title">Vit.Hom.</span>163 (Comp.). Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">assiduously, attentively</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.250S., Gal.4.445: Comp. <b class="b3">-ώτερον</b> <b class="b2">more cautiously</b>, <span class="bibl">Sor.1.55</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">capable of holding the attention</b> of a listener, λόγος <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.2</span>.</span>
|Definition=προσεκτική, προσεκτικόν, ([[προσέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[attentive]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.5.5 (Comp.); [[ἀκροατής]] Arist.''Rh.''1415a36, Ps.-Plu.''Vit.Hom.''163 (Comp.). Adv. [[προσεκτικῶς]] = [[assiduously]], [[attentively]], Phld.''Rh.''1.250S., Gal.4.445: Comp. [[προσεκτικώτερον]] = [[more cautiously]], Sor.1.55.<br><span class="bld">II</span> [[capable]] of holding the [[attention]] of a [[listener]], [[λόγος]] Hermog.''Inv.''3.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0758.png Seite 758]] ή, όν, 1) aufmerksam, Xen. Mem. 3, 5, 5, wo προσεκτικώτερος neben εὐπειθέστερος. – 2) akt., aufmerksam machend, Arist. rhet. 3, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0758.png Seite 758]] ή, όν, 1) aufmerksam, Xen. Mem. 3, 5, 5, wo προσεκτικώτερος neben εὐπειθέστερος. – 2) akt., aufmerksam machend, Arist. rhet. 3, 14.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />attentif : τινι à qch;<br /><i>Cp.</i> προσεκτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσέχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσεκτικός -ή -όν [προσέχω] [[oplettend]], [[aandachtig]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσεκτικός:''' [[внимательный]] (προσεκτικὸν ποιεῖν τινα Xen., Arst.; π. τινι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεκτικός''': -ή, -όν, ([[προσέχω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσέχων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτικώτεροι· νηφαλιώτεροι».
|lstext='''προσεκτικός''': -ή, -όν, ([[προσέχω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσέχων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτικώτεροι· νηφαλιώτεροι».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />attentif : τινι à qch;<br /><i>Cp.</i> προσεκτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, [[ὑπὲρ]] τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[προσοχή]], [[εμπεριστατωμένος]], [[ακριβής]] (α. «προσεκτική και επιμελημένη [[εργασία]]» β. «προσεκτικά πορίσματα»)<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]] (α. «η [[στάση]] του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι [[προσεκτικός]] στο [[ξένο]] [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να συγκρατεί την [[προσοχή]] του ακροατή<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προσεκτικώτεροι<br />νηφαλιώτεροι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσεκτικώς</i> / <i>προσεκτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προσεκτικά</i> και <i>προσεχτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσεκτικό, με [[προσοχή]], με [[σύνεση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῖς προοιμίοις, [[ὑπὲρ]] τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῖν τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[προσοχή]], [[εμπεριστατωμένος]], [[ακριβής]] (α. «προσεκτική και επιμελημένη [[εργασία]]» β. «προσεκτικά πορίσματα»)<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]] (α. «η [[στάση]] του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι [[προσεκτικός]] στο [[ξένο]] [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να συγκρατεί την [[προσοχή]] του ακροατή<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προσεκτικώτεροι<br />νηφαλιώτεροι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσεκτικώς</i> / <i>προσεκτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προσεκτικά</i> και <i>προσεχτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσεκτικό, με [[προσοχή]], με [[σύνεση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεκτικός:''' -ή, -όν ([[προσέχω]]), [[προσεκτικός]], [[επιμελής]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προσεκτικός:''' -ή, -όν ([[προσέχω]]), [[προσεκτικός]], [[επιμελής]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=προσεκτικός -ή -όν [προσέχω] oplettend, aandachtig.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεκτικός:''' внимательный (προσεκτικὸν ποιεῖν τινα Xen., Arst.; π. τινι Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσεκτικός]], ή, όν [[προσέχω]]<br />[[attentive]], Xen.
|mdlsjtxt=[[προσεκτικός]], ή, όν [[προσέχω]]<br />[[attentive]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκτικός Medium diacritics: προσεκτικός Low diacritics: προσεκτικός Capitals: ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosektikós Transliteration B: prosektikos Transliteration C: prosektikos Beta Code: prosektiko/s

English (LSJ)

προσεκτική, προσεκτικόν, (προσέχω)
A attentive, X.Mem.3.5.5 (Comp.); ἀκροατής Arist.Rh.1415a36, Ps.-Plu.Vit.Hom.163 (Comp.). Adv. προσεκτικῶς = assiduously, attentively, Phld.Rh.1.250S., Gal.4.445: Comp. προσεκτικώτερον = more cautiously, Sor.1.55.
II capable of holding the attention of a listener, λόγος Hermog.Inv.3.2.

German (Pape)

[Seite 758] ή, όν, 1) aufmerksam, Xen. Mem. 3, 5, 5, wo προσεκτικώτερος neben εὐπειθέστερος. – 2) akt., aufmerksam machend, Arist. rhet. 3, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attentif : τινι à qch;
Cp. προσεκτικώτερος.
Étymologie: προσέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεκτικός -ή -όν [προσέχω] oplettend, aandachtig.

Russian (Dvoretsky)

προσεκτικός: внимательный (προσεκτικὸν ποιεῖν τινα Xen., Arst.; π. τινι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεκτικός: -ή, -όν, (προσέχω) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσέχων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτικώτεροι· νηφαλιώτεροι».

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσεχτικός, -ή, -ό, Ν προσέχω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῖς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῖν τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με προσοχή, εμπεριστατωμένος, ακριβής (α. «προσεκτική και επιμελημένη εργασία» β. «προσεκτικά πορίσματα»)
2. συνετός, φρόνιμος (α. «η στάση του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι προσεκτικός στο ξένο σπίτι»)
αρχ.
1. (για λόγο) αυτός που έχει την ικανότητα να συγκρατεί την προσοχή του ακροατή
2. (κατά τον Ησύχ.) «προσεκτικώτεροι
νηφαλιώτεροι».
επίρρ...
προσεκτικώς / προσεκτικῶς ΝΑ, και προσεκτικά και προσεχτικά Ν
κατά τρόπο προσεκτικό, με προσοχή, με σύνεση.

Greek Monotonic

προσεκτικός: -ή, -όν (προσέχω), προσεκτικός, επιμελής, σε Ξεν.

Middle Liddell

προσεκτικός, ή, όν προσέχω
attentive, Xen.