παρακάλυμμα: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(1ba)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=παρακάλυμμα
|Full diacritics=παρακᾰ́λυμμα
|Medium diacritics=παρακάλυμμα
|Medium diacritics=παρακάλυμμα
|Low diacritics=παρακάλυμμα
|Low diacritics=παρακάλυμμα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakalymma
|Transliteration C=parakalymma
|Beta Code=paraka/lumma
|Beta Code=paraka/lumma
|Definition=[<b class="b3">κᾰ], ατος, τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything hung up beside</b> or <b class="b2">before so as to cover</b> a thing, <b class="b2">covering, curtain</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>51</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b2">veil, cloak</b>, τῶν κακῶν <span class="bibl">Antiph.167</span>; ἀφεγγὲς λήθης π. <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>17.3</span>; γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.8.1</span>; π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d; <b class="b2">excuse, pretext</b>, τῇ λύρᾳ π. χρώμενος <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>4</span>; ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας -καλύμματι Id.2.27e, cf. <span class="bibl">Ph.2.186</span>.</span>
|Definition=[κᾰ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[hang up|hung up]] [[beside]] or [[hang up|hung up]] [[before]] so as to [[cover]] a thing, [[covering]], [[curtain]], Plu.Alex.51, etc.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[veil]], [[cloak]], τῶν κακῶν Antiph.167; [[ἀφεγγής|ἀφεγγὲς]] [[λήθη]]ς παρακάλυμμα = [[obscure]] [[veil]] of [[oblivion]] [[LXX]] Wi.17.3; γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος J.AJ16.8.1; παρακάλυμμα τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d; [[excuse]], [[pretext]], τῇ λύρᾳ π. χρώμενος Id.Per.4; ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας παρακαλύμματι Id.2.27e, cf. Ph.2.186.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0481.png Seite 481]] τό, alles daneben, dabei oder daran Aufgehängte, Decke, Vorhang, Plut. Alex. 51 u. öfter; übertr., Vorwand, Beschönigung, τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος, Pericl. 4, vgl. Mar. 29 Ages. 37; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0481.png Seite 481]] τό, alles daneben, dabei oder daran Aufgehängte, Decke, Vorhang, Plut. Alex. 51 u. öfter; übertr., Vorwand, Beschönigung, τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος, Pericl. 4, vgl. Mar. 29 Ages. 37; a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παρακάλυμμα''': τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ αὐτό, [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]], Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ [[σκότος]] προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., [[πρόφασις]], τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[couverture]], [[voile]], [[tapisserie]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' παρακαλύπτομαι.
}}
{{elnl
|elnltext=παρακάλυμμα -ατος, τό [παρακαλύπτω] gordijn; overdr. dekmantel, voorwendsel:. τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος zijn lier als voorwendsel gebruikend Plut. Per. 4.3.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couverture, voile, tapisserie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' παρακαλύπτομαι.
|elrutext='''παρακάλυμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[покрывало]], [[покров]], [[занавес]] (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[прикрытие]], [[предлог]] (παρακαλύμματί τινος [[χρῆσθαι]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παρακαλύπτω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αναρτάται [[μπροστά]] ή [[δίπλα]] σε [[κάτι]] για να το καλύπτει, [[παραπέτασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οτιδήποτε]] έχει τη [[δύναμη]] να καλύπτει μια [[κατάσταση]], συν. άσχημη («πλοῡτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν», Αντιφάν.)<br />β) [[πρόφαση]], [[πρόσχημα]] («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[παρακαλύπτω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αναρτάται [[μπροστά]] ή [[δίπλα]] σε [[κάτι]] για να το καλύπτει, [[παραπέτασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οτιδήποτε]] έχει τη [[δύναμη]] να καλύπτει μια [[κατάσταση]], συν. άσχημη («πλοῦτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν», Αντιφάν.)<br />β) [[πρόφαση]], [[πρόσχημα]] («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακάλυμμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή [[μπροστά]], [[παραπέτασμα]], [[κουρτίνα]], σε Πλούτ.· μεταφ., [[πρόφαση]], <i>τινος</i>, για ένα [[πράγμα]], στο ίδ.
|lsmtext='''παρακάλυμμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή [[μπροστά]], [[παραπέτασμα]], [[κουρτίνα]], σε Πλούτ.· μεταφ., [[πρόφαση]], <i>τινος</i>, για ένα [[πράγμα]], στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακάλυμμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> покрывало, покров, занавес (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. прикрытие, предлог (παρακαλύμματί τινος [[χρῆσθαι]] Plut.).
|lstext='''παρακάλυμμα''': τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ αὐτό, [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]], Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ [[σκότος]] προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., [[πρόφασις]], τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=παρακάλυμμα -ατος, τό [παρακαλύπτω] gordijn; overdr. dekmantel, voorwendsel:. τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος zijn lier als voorwendsel gebruikend Plut. Per. 4.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρακάλυμμα]], ατος, τό,<br />[[anything]] hung up [[beside]] or [[before]], a [[covering]], curtain, Plut.:—metaph. an [[excuse]], τινος for a [[thing]], Plut. [from παρακᾰλύπτω]
|mdlsjtxt=[[παρακάλυμμα]], ατος, τό,<br />[[anything]] hung up [[beside]] or [[before]], a [[covering]], curtain, Plut.:—metaph. an [[excuse]], τινος for a [[thing]], Plut. [from παρακᾰλύπτω]
}}
}}

Latest revision as of 20:14, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακᾰ́λυμμα Medium diacritics: παρακάλυμμα Low diacritics: παρακάλυμμα Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: parakálymma Transliteration B: parakalymma Transliteration C: parakalymma Beta Code: paraka/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό,
A anything hung up beside or hung up before so as to cover a thing, covering, curtain, Plu.Alex.51, etc.
2 metaph., veil, cloak, τῶν κακῶν Antiph.167; ἀφεγγὲς λήθης παρακάλυμμα = obscure veil of oblivion LXX Wi.17.3; γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος J.AJ16.8.1; παρακάλυμμα τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d; excuse, pretext, τῇ λύρᾳ π. χρώμενος Id.Per.4; ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας παρακαλύμματι Id.2.27e, cf. Ph.2.186.

German (Pape)

[Seite 481] τό, alles daneben, dabei oder daran Aufgehängte, Decke, Vorhang, Plut. Alex. 51 u. öfter; übertr., Vorwand, Beschönigung, τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος, Pericl. 4, vgl. Mar. 29 Ages. 37; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 couverture, voile, tapisserie;
2 fig. prétexte.
Étymologie: παρακαλύπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακάλυμμα -ατος, τό [παρακαλύπτω] gordijn; overdr. dekmantel, voorwendsel:. τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος zijn lier als voorwendsel gebruikend Plut. Per. 4.3.

Russian (Dvoretsky)

παρακάλυμμα: ατος τό
1 покрывало, покров, занавес (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);
2 перен. прикрытие, предлог (παρακαλύμματί τινος χρῆσθαι Plut.).

Greek Monolingual

τὸ, Α παρακαλύπτω
1. καθετί που αναρτάται μπροστά ή δίπλα σε κάτι για να το καλύπτει, παραπέτασμα
2. μτφ. α) οτιδήποτε έχει τη δύναμη να καλύπτει μια κατάσταση, συν. άσχημη («πλοῦτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν», Αντιφάν.)
β) πρόφαση, πρόσχημα («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παρακάλυμμα: -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή μπροστά, παραπέτασμα, κουρτίνα, σε Πλούτ.· μεταφ., πρόφαση, τινος, για ένα πράγμα, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακάλυμμα: τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος ὥστε νὰ καλύπτῃ αὐτό, κάλυμμα, παραπέτασμα, Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., πρόφασις, τινος, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.

Middle Liddell

παρακάλυμμα, ατος, τό,
anything hung up beside or before, a covering, curtain, Plut.:—metaph. an excuse, τινος for a thing, Plut. [from παρακᾰλύπτω]