θεουργός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theourgos
|Transliteration C=theourgos
|Beta Code=qeourgo/s
|Beta Code=qeourgo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">divine worker</b>, of the <b class="b3">δημιουργός</b>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>341</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">performer of sacramental rites</b>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>5.173a</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.150C.</span>, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">Myst.</span>3.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> as Adj., <b class="b3">ἡ θ. ἐνέργεια</b> ib.<span class="bibl">20</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[divine worker]], of the [[δημιουργός]], Dam.''Pr.''341.<br><span class="bld">II</span> [[performer of sacramental rites]], Jul.''Or.''5.173a, Procl.''in Alc.''p.150C., Iamb. ''Myst.''3.18.<br><span class="bld">III</span> as adjective, <b class="b3">ἡ θ. ἐνέργεια</b> ib.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεουργός''': -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, [[σκεῦος]] θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., [[ἱερεύς]], Ἰάμβλ. Μυστ. 21, [[Πολυδ]]. Α΄, 14.
|lstext='''θεουργός''': -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, [[σκεῦος]] θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., [[ἱερεύς]], Ἰάμβλ. Μυστ. 21, Πολυδ. Α΄, 14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[θεουργός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κάνει [[θεία]] έργα («ἡ [[θεουργός]] [[ἐνέργεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θεουργός]]<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>συν</i>-<i>εργός</i>].
|mltxt=-ό (AM [[θεουργός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κάνει [[θεία]] έργα («ἡ [[θεουργός]] [[ἐνέργεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θεουργός]]<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[αγαθοεργός]], [[συνεργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεουργός Medium diacritics: θεουργός Low diacritics: θεουργός Capitals: ΘΕΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: theourgós Transliteration B: theourgos Transliteration C: theourgos Beta Code: qeourgo/s

English (LSJ)

ὁ,
A divine worker, of the δημιουργός, Dam.Pr.341.
II performer of sacramental rites, Jul.Or.5.173a, Procl.in Alc.p.150C., Iamb. Myst.3.18.
III as adjective, ἡ θ. ἐνέργεια ib.20.

German (Pape)

[Seite 1198] göttliche Werke, Opfer verrichtend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεουργός: -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, σκεῦος θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Ἰάμβλ. Μυστ. 21, Πολυδ. Α΄, 14.

Greek Monolingual

-ό (AM θεουργός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -εργος (< έργον), πρβλ. αγαθοεργός, συνεργός].