θήλυς: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εια, -υ (Α [[θῆλυς]], -εια, -υ θηλ. και επικ. τ. [[θήλεα]])<br />αυτός που [[είναι]] γένους θηλυκού, ο [[θηλυκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[θήλυ]] [[γένος]]» — το [[γένος]] τών [[γυναικών]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) ο [[καρποφόρος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θήλυ]]<br />η [[γυναίκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[άνθη]]) αυτός που έχει ύπερο και όχι στήμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναικείος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται από [[γυναίκα]] («φόνον γε θῆλυν» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μαλακός]], [[απαλός]]<br /><b>4.</b> [[τρυφερός]], [[λεπτός]]<br /><b>5.</b> (για [[κράση]] ή χαρακτήρα) [[ήπιος]], [[αδύναμος]]<br /><b>6.</b> [[γόνιμος]]<br /><b>7.</b> [[γονιμοποιός]]<br /><b>8.</b> (στον συγκριτ. και υπερθ. βαθμό) <i>θηλύτερος</i>, -<i>έρα</i>, -<i>ον</i> και <i>θηλύτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που αρμόζει κατ' εξοχήν ή υπερβολικά σε [[γυναίκα]]<br /><b>9.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που [[είναι]] γένους θηλυκού («[[θήλεα]] ὀνόματα» <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>μαθ.</b> ο [[άρτιος]] [[αριθμός]]<br /><b>11.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) <i>ἡ [[θήλεα]] και <i>θήλεια</i><br />η [[γυναίκα]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θήλειαι</i><br />[[είδος]] τυριού στην [[Κρήτη]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπαις]] θήλεος γόνου» — αυτός που δεν έχει θηλυκό [[παιδί]], [[κορίτσι]]<br />β) «τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς» — η [[εκθήλυνση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>- «[[εκμυζώ]], [[θηλάζω]]» [[καθώς]] και τα [[θηλή]], [[θήσθαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>lu</i>-/-<i>ru</i>-, όπως δείχνει και το αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ā</i>-<i>ru</i> «θηλάζων». Ο [[αρχικός]] ελλ. τ. ίσως ήταν ουδ. όν. [[θήλυ]]. Ως α' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] <i>θηλυ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θηλυκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηλύνω]], [[θηλύτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>θηλυ</i>-<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άθηλυς]], <i>ανδρόθηλυς</i>, [[αρρενόθηλυς]], [[ημίθηλυς]], [[μιξόθηλυς]], [[πάνθηλυς]], [[υπόθηλυς]], [[φιλόθηλυς]].
|mltxt=-εια, -υ (Α [[θῆλυς]], -εια, -υ θηλ. και επικ. τ. [[θήλεα]])<br />αυτός που [[είναι]] γένους θηλυκού, ο [[θηλυκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[θήλυ]] [[γένος]]» — το [[γένος]] τών [[γυναικών]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) ο [[καρποφόρος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θήλυ]]<br />η [[γυναίκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[άνθη]]) αυτός που έχει ύπερο και όχι στήμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναικείος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται από [[γυναίκα]] («φόνον γε θῆλυν» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μαλακός]], [[απαλός]]<br /><b>4.</b> [[τρυφερός]], [[λεπτός]]<br /><b>5.</b> (για [[κράση]] ή χαρακτήρα) [[ήπιος]], [[αδύναμος]]<br /><b>6.</b> [[γόνιμος]]<br /><b>7.</b> [[γονιμοποιός]]<br /><b>8.</b> (στον συγκριτ. και υπερθ. βαθμό) <i>θηλύτερος</i>, -<i>έρα</i>, -<i>ον</i> και <i>θηλύτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που αρμόζει κατ' εξοχήν ή υπερβολικά σε [[γυναίκα]]<br /><b>9.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που [[είναι]] γένους θηλυκού («[[θήλεα]] ὀνόματα» <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>μαθ.</b> ο [[άρτιος]] [[αριθμός]]<br /><b>11.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) ἡ [[θήλεα]] και <i>θήλεια</i><br />η [[γυναίκα]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θήλειαι</i><br />[[είδος]] τυριού στην [[Κρήτη]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπαις]] θήλεος γόνου» — αυτός που δεν έχει θηλυκό [[παιδί]], [[κορίτσι]]<br />β) «τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς» — η [[εκθήλυνση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>- «[[εκμυζώ]], [[θηλάζω]]» [[καθώς]] και τα [[θηλή]], [[θήσθαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>lu</i>-/-<i>ru</i>-, όπως δείχνει και το αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ā</i>-<i>ru</i> «θηλάζων». Ο [[αρχικός]] ελλ. τ. ίσως ήταν ουδ. όν. [[θήλυ]]. Ως α' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] <i>θηλυ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θηλυκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηλύνω]], [[θηλύτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>θηλυ</i>-<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άθηλυς]], <i>ανδρόθηλυς</i>, [[αρρενόθηλυς]], [[ημίθηλυς]], [[μιξόθηλυς]], [[πάνθηλυς]], [[υπόθηλυς]], [[φιλόθηλυς]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-εια, -υ (Α θῆλυς, -εια, -υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα)
αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός
2. φρ. «το θήλυ γένος» — το γένος τών γυναικών
3. (για φυτά) ο καρποφόρος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ
η γυναίκα
νεοελλ.
(για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και όχι στήμονες
αρχ.
1. γυναικείος
2. αυτός που γίνεται από γυναίκα («φόνον γε θῆλυν» Ευρ.)
3. μαλακός, απαλός
4. τρυφερός, λεπτός
5. (για κράση ή χαρακτήρα) ήπιος, αδύναμος
6. γόνιμος
7. γονιμοποιός
8. (στον συγκριτ. και υπερθ. βαθμό) θηλύτερος, -έρα, -ον και θηλύτατος, -άτη, -ον
αυτός που αρμόζει κατ' εξοχήν ή υπερβολικά σε γυναίκα
9. γραμμ. αυτός που είναι γένους θηλυκού («θήλεα ὀνόματα» Αριστοφ.)
10. μαθ. ο άρτιος αριθμός
11. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ θήλεα και θήλεια
η γυναίκα
β) στον πληθ. αἱ θήλειαι
είδος τυριού στην Κρήτη
12. φρ. α) «ἄπαις θήλεος γόνου» — αυτός που δεν έχει θηλυκό παιδί, κορίτσι
β) «τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς» — η εκθήλυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα dhē- «εκμυζώ, θηλάζω» καθώς και τα θηλή, θήσθαι + επίθημα -lu-/-ru-, όπως δείχνει και το αρχ. ινδ. dhā-ru «θηλάζων». Ο αρχικός ελλ. τ. ίσως ήταν ουδ. όν. θήλυ. Ως α' συνθετικό απαντά με τη μορφή θηλυ-.
ΠΑΡ. θηλυκός
αρχ.
θηλύνω, θηλύτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. θηλυ-
(Β' συνθετικό) αρχ. άθηλυς, ανδρόθηλυς, αρρενόθηλυς, ημίθηλυς, μιξόθηλυς, πάνθηλυς, υπόθηλυς, φιλόθηλυς.