τελείωσις: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(c2) |
mNo edit summary |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=teleiosis | |Transliteration C=teleiosis | ||
|Beta Code=telei/wsis | |Beta Code=telei/wsis | ||
|Definition=or τελέωσις, εως, ἡ, < | |Definition=or [[τελέωσις]], εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[development]], [[completion]], of [[physical]] [[growth]], λαμβάνει τελέωσιν τὰ ᾠά [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''543a19, cf. 561a5, Hp.''Septim.''1, Sor. 1.18, al., Gal.15.26; τὴν τελείωσιν τῶν μορίων [[ἀπολαμβάνειν]] [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''583b24, etc.; ἡ τῶν καρπῶν τελείωσις [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.4.3; <b class="b3">ἕως τελειώσεως</b> [[to saturation point]], Epicur.''Ep.''2p.38U.; of a [[building]], Arist.''Ph.''246a26; of a [[statue]], ''Stoic.''3.48; in [[moral]] [[sense]], αἱ ἀρεταὶ τελειώσεις Arist.''Ph.''247a2, cf. 246a13, ''Metaph.''1021b20; εἰς τὴν τελείωσιν [[ἄγεσθαι]] τῆς φύσεως Id.''EN'' 1153a12.<br><span class="bld">b</span> [[execution]] of a [[legal]] [[instrument]] [[by completing]] it, ''BGU'' 1168.3 (i B.C.), ''PFlor.''56.7, al. (iii A.D.).<br><span class="bld">2</span> in Logic, ἡ τελείωσις τῶν συλλογισμῶν Arist.''APr.''42a35; cf. [[τελειόω]] 1.2.<br><span class="bld">II</span> [[attainment]] of [[manhood]], ''AJA''18.324 (Sardis, Epist. Augusti).<br><span class="bld">b</span> [[marriage]], [[LXX]] ''Je.''2.2; cf. [[τέλειος]] 1.2b, ''ΙΙ''.<br><span class="bld">II</span> of events, [[accomplishment]], [[fulfilment]], Ev.Luc.1.45; λόγων [[LXX]] ''Ju.''10.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] ἡ, das Vollenden; Arist. an. pr. 1, 6; das Vollbringen, auch das Reisen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] ἡ, das [[Vollenden]]; Arist. an. pr. 1, 6; das [[Vollbringen]], auch das Reisen, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />[[accomplissement]], [[achèvement]];<br />[[NT]]: [[perfection]].<br />'''Étymologie:''' [[τελειόω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τελείωσις:''' и [[τελέωσις]], εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[окончание]], [[завершение]] Arst., Diod.: [[ἔσται]] τ. τοῖς λελαλημένοις NT сказанное сбудется;<br /><b class="num">2</b> [[законченность]], [[совершенство]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> [[созревание]], [[зрелость]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τελείωσις''': ἢ τελέωσις, εως, ἡ, τελειοποίησις, [[συμπλήρωσις]], ἐπὶ φυσικῆς ἀναπτύξεως, τελείωσιν λαμβάνει τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 1, πρβλ. 6. 3, 1· τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν [[αὐτόθι]] 7. 3, 10, κλπ.· ἡ τῶν καρπῶν τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 3· - ἐπὶ τῶν ἔργων ἀνθρώπου, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· - ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἡ [[ἀρετὴ]] τ. τις [[αὐτόθι]] 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3· εἰς τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 3. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 8, πρβλ. [[τελειόω]] Ι. 2. ΙΙ. τελειοποίησις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, δηλ. ὁ [[γάμος]], Ἑβδ (Ἱερεμ. Β΄, 2), πρβλ. [[τέλειος]] ΙΙ. 1. 2) τὸ [[βάπτισμα]], Ἐκκλ. 3) τὸ [[μαρτύριον]], καὶ [[καθόλου]] [[θάνατος]], [[αὐτόθι]]. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἐκτέλεσις, [[ἐκπλήρωσις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 45, ι΄, 9. | |lstext='''τελείωσις''': ἢ τελέωσις, εως, ἡ, τελειοποίησις, [[συμπλήρωσις]], ἐπὶ φυσικῆς ἀναπτύξεως, τελείωσιν λαμβάνει τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 1, πρβλ. 6. 3, 1· τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν [[αὐτόθι]] 7. 3, 10, κλπ.· ἡ τῶν καρπῶν τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 3· - ἐπὶ τῶν ἔργων ἀνθρώπου, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· - ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἡ [[ἀρετὴ]] τ. τις [[αὐτόθι]] 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3· εἰς τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 3. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 8, πρβλ. [[τελειόω]] Ι. 2. ΙΙ. τελειοποίησις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, δηλ. ὁ [[γάμος]], Ἑβδ (Ἱερεμ. Β΄, 2), πρβλ. [[τέλειος]] ΙΙ. 1. 2) τὸ [[βάπτισμα]], Ἐκκλ. 3) τὸ [[μαρτύριον]], καὶ [[καθόλου]] [[θάνατος]], [[αὐτόθι]]. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἐκτέλεσις, [[ἐκπλήρωσις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 45, ι΄, 9. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τελειώσεως, ἡ ([[τελειόω]]), a completing, perfecting;<br /><b class="num">a.</b> [[fulfilment]], [[accomplishment]]; the [[event]] [[which]] verifies a [[promise]] ([[see]] [[τελειόω]], 4): [[Philo]] de vit. Moys. iii. § 39).<br /><b class="num">b.</b> [[consummation]], [[perfection]] ([[see]] [[τελειόω]], 3): [[Aristotle]], Theophrastus, Diodorus) (Cf. references [[under]] the [[word]] [[τελειόω]], 3.) | |txtha=τελειώσεως, ἡ ([[τελειόω]]), a completing, perfecting;<br /><b class="num">a.</b> [[fulfilment]], [[accomplishment]]; the [[event]] [[which]] verifies a [[promise]] ([[see]] [[τελειόω]], 4): [[Philo]] de vit. Moys. iii. § 39).<br /><b class="num">b.</b> [[consummation]], [[perfection]] ([[see]] [[τελειόω]], 3): [[Aristotle]], Theophrastus, Diodorus) (Cf. references [[under]] the [[word]] [[τελειόω]], 3.) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τελείωσις:''' ή [[τελέωσις]], -εως, ἡ ([[τελειόω]]), [[τελειοποίηση]], [[συμπλήρωση]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''τελείωσις:''' ή [[τελέωσις]], -εως, ἡ ([[τελειόω]]), [[τελειοποίηση]], [[συμπλήρωση]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':tele⋯wsij 帖累哦西士< | |sngr='''原文音譯''':tele⋯wsij 帖累哦西士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':完成(著)<br />'''字義溯源''':完成,應驗,完全;源自([[τελειόω]])=作成),而 ([[τελειόω]])出自([[τέλειος]])=完全的), ([[τέλειος]])出自([[τέλος]])=界限,結局), ([[τέλος]])又出自([[τελέω]])X*=有目標的計劃)<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 完全(1) 來7:11;<br />2) 應驗(1) 路1:45 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 14 March 2024
English (LSJ)
or τελέωσις, εως, ἡ,
A development, completion, of physical growth, λαμβάνει τελέωσιν τὰ ᾠά Arist.HA543a19, cf. 561a5, Hp.Septim.1, Sor. 1.18, al., Gal.15.26; τὴν τελείωσιν τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν Arist.HA583b24, etc.; ἡ τῶν καρπῶν τελείωσις Thphr. HP 3.4.3; ἕως τελειώσεως to saturation point, Epicur.Ep.2p.38U.; of a building, Arist.Ph.246a26; of a statue, Stoic.3.48; in moral sense, αἱ ἀρεταὶ τελειώσεις Arist.Ph.247a2, cf. 246a13, Metaph.1021b20; εἰς τὴν τελείωσιν ἄγεσθαι τῆς φύσεως Id.EN 1153a12.
b execution of a legal instrument by completing it, BGU 1168.3 (i B.C.), PFlor.56.7, al. (iii A.D.).
2 in Logic, ἡ τελείωσις τῶν συλλογισμῶν Arist.APr.42a35; cf. τελειόω 1.2.
II attainment of manhood, AJA18.324 (Sardis, Epist. Augusti).
b marriage, LXX Je.2.2; cf. τέλειος 1.2b, ΙΙ.
II of events, accomplishment, fulfilment, Ev.Luc.1.45; λόγων LXX Ju.10.9.
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, das Vollenden; Arist. an. pr. 1, 6; das Vollbringen, auch das Reisen, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
accomplissement, achèvement;
NT: perfection.
Étymologie: τελειόω.
Russian (Dvoretsky)
τελείωσις: и τελέωσις, εως ἡ
1 окончание, завершение Arst., Diod.: ἔσται τ. τοῖς λελαλημένοις NT сказанное сбудется;
2 законченность, совершенство Arst.;
3 созревание, зрелость Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τελείωσις: ἢ τελέωσις, εως, ἡ, τελειοποίησις, συμπλήρωσις, ἐπὶ φυσικῆς ἀναπτύξεως, τελείωσιν λαμβάνει τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 1, πρβλ. 6. 3, 1· τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν αὐτόθι 7. 3, 10, κλπ.· ἡ τῶν καρπῶν τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 3· - ἐπὶ τῶν ἔργων ἀνθρώπου, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· - ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἡ ἀρετὴ τ. τις αὐτόθι 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3· εἰς τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 3. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 8, πρβλ. τελειόω Ι. 2. ΙΙ. τελειοποίησις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, δηλ. ὁ γάμος, Ἑβδ (Ἱερεμ. Β΄, 2), πρβλ. τέλειος ΙΙ. 1. 2) τὸ βάπτισμα, Ἐκκλ. 3) τὸ μαρτύριον, καὶ καθόλου θάνατος, αὐτόθι. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἐκτέλεσις, ἐκπλήρωσις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 45, ι΄, 9.
English (Strong)
from φυσιόω; (the act) completion, i.e. (of prophecy) verification, or (of expiation) absolution: perfection, performance.
English (Thayer)
τελειώσεως, ἡ (τελειόω), a completing, perfecting;
a. fulfilment, accomplishment; the event which verifies a promise (see τελειόω, 4): Philo de vit. Moys. iii. § 39).
b. consummation, perfection (see τελειόω, 3): Aristotle, Theophrastus, Diodorus) (Cf. references under the word τελειόω, 3.)
Greek Monotonic
τελείωσις: ή τελέωσις, -εως, ἡ (τελειόω), τελειοποίηση, συμπλήρωση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
τελείωσις, ορ τελέωσις, εως, τελειόω
accomplishment, fulfilment, NTest.
Chinese
原文音譯:tele⋯wsij 帖累哦西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:完成(著)
字義溯源:完成,應驗,完全;源自(τελειόω)=作成),而 (τελειόω)出自(τέλειος)=完全的), (τέλειος)出自(τέλος)=界限,結局), (τέλος)又出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(2);路(1);來(1)
譯字彙編:
1) 完全(1) 來7:11;
2) 應驗(1) 路1:45