исполнять: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συντελέω]], [[ἀποπληρόω]], [[συνεκπληρόω]], [[δράω]], [[ἄνω]], [[ἐπεξεργάζομαι]], [[κομίζω]], [[ἀνύω]], [[ἁνύω]], [[ἀνύτω]], [[ἁνύτω]], [[ἄνυμι]], [[ἐπιτελέω]], [[ποιέω]], [[πληροφορέω]], [[καταπράσσω]], [[καταπράττω]], [[ἐπιτελειόω]], [[ἐκπίμπλημι]], [[ἀποτελέω]], [[ἀποπίμπλημι]], [[κραίνω]], [[διαπράσσω]], [[διαπράττω]], [[διαπρήσσω]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[κατεργάζομαι]], [[πένομαι]] | |rueltext=[[ἐπακούω]], [[ἐκπληρόω]], [[συντελέω]], [[ἀποπληρόω]], [[συνεκπληρόω]], [[δράω]], [[ἄνω]], [[ἐπεξεργάζομαι]], [[κομίζω]], [[ἀνύω]], [[ἁνύω]], [[ἀνύτω]], [[ἁνύτω]], [[ἄνυμι]], [[ἐπιτελέω]], [[ποιέω]], [[πληροφορέω]], [[καταπράσσω]], [[καταπράττω]], [[ἐπιτελειόω]], [[ἐκπίμπλημι]], [[ἀποτελέω]], [[ἀποπίμπλημι]], [[κραίνω]], [[διαπράσσω]], [[διαπράττω]], [[διαπρήσσω]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[κατεργάζομαι]], [[πένομαι]], [[ἐμπίπλημι]], [[πληρόω]], [[ὑπηρετέω]], [[ἀποδίδωμι]], [[κυρόω]], [[τελέω]], [[ἐκφέρω]], [[ἀθλέω]], [[κτίζω]], [[φυλάσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐπακούω, ἐκπληρόω, συντελέω, ἀποπληρόω, συνεκπληρόω, δράω, ἄνω, ἐπεξεργάζομαι, κομίζω, ἀνύω, ἁνύω, ἀνύτω, ἁνύτω, ἄνυμι, ἐπιτελέω, ποιέω, πληροφορέω, καταπράσσω, καταπράττω, ἐπιτελειόω, ἐκπίμπλημι, ἀποτελέω, ἀποπίμπλημι, κραίνω, διαπράσσω, διαπράττω, διαπρήσσω, κατανύω, κατανύτω, κατεργάζομαι, πένομαι, ἐμπίπλημι, πληρόω, ὑπηρετέω, ἀποδίδωμι, κυρόω, τελέω, ἐκφέρω, ἀθλέω, κτίζω, φυλάσσω