превосходить: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(5)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[παρατρέχω]], [[καίνυμαι]], [[ὑπερπαίω]], [[ὑπερφρονέω]], [[καταβρίθω]], [[πρωτεύω]], [[καθυπερέχω]], [[ἐκπρέπω]], [[προκατέχω]], [[καταπροτερέω]], [[περίειμι]], [[ὑπερτρέχω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[ἀποκαίνυμαι]], [[ὑπερακοντίζω]], [[προΐστημι]], [[ἐπικαίνυμαι]], [[ὑπερεκπίπτω]], [[ὑπερπηδάω]], [[ὑπερφύομαι]], [[ὑπερέρχομαι]], [[ὑπεραναβαίνω]], [[ἀποκρατέω]], [[ἀμεύομαι]], [[παραμεύομαι]], [[ὑπεράγω]], [[ὑπερτερέω]], [[πλεονεκτέω]], [[κατακαυχάομαι]], [[διαβαίνω]]
|rueltext=[[προέχω]], [[διαφέρω]], [[παραλλάσσω]], [[προβάλλω]], [[παραφέρω]], [[προφέρω]], [[ὑπερκύπτω]], [[ὑπερφέρω]], [[παρατρέχω]], [[καίνυμαι]], [[ὑπερπαίω]], [[ὑπερφρονέω]], [[καταβρίθω]], [[πρωτεύω]], [[καθυπερέχω]], [[ἐκπρέπω]], [[προκατέχω]], [[καταπροτερέω]], [[περίειμι]], [[ὑπερτρέχω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[ἀποκαίνυμαι]], [[ὑπερακοντίζω]], [[προΐστημι]], [[ἐπικαίνυμαι]], [[ὑπερεκπίπτω]], [[ὑπερπηδάω]], [[ὑπερφύομαι]], [[ὑπερέρχομαι]], [[ὑπεραναβαίνω]], [[ἀποκρατέω]], [[ἀμεύομαι]], [[παραμεύομαι]], [[ὑπεράγω]], [[ὑπερτερέω]], [[πλεονεκτέω]], [[κατακαυχάομαι]], [[διαβαίνω]], [[ὑπερβαίνω]], [[ὑπεραίρω]], [[ὑπερέχω]], [[ὑπερτείνω]]
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 15 October 2019