предпринимать: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(5)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἐπιλαμβάνω]], [[ἐγχειρέω]], [[ἀνθάπτομαι]], [[ἀντάπτομαι]], [[παλαμάομαι]], [[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[προμηχανάομαι]], [[ἐπαναιρέω]], [[χράομαι]], [[ἐκδέχομαι]], [[ἐκδέκομαι]], [[ἐπιδέχομαι]], [[ἐπιδέκομαι]], [[ἀποδύω]], [[στρατεύω]], [[ἐνίστημι]]
|rueltext=[[ἐνδύω]], [[αἴρω]], [[ἀνίστημι]], [[ἐπιβάλλω]], [[καθίστημι]], [[ἐπιλαμβάνω]], [[ἐγχειρέω]], [[ἀνθάπτομαι]], [[ἀντάπτομαι]], [[παλαμάομαι]], [[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[προμηχανάομαι]], [[ἐπαναιρέω]], [[χράομαι]], [[ἐκδέχομαι]], [[ἐκδέκομαι]], [[ἐπιδέχομαι]], [[ἐπιδέκομαι]], [[ἀποδύω]], [[στρατεύω]], [[ἐνίστημι]], [[στέλλω]], [[διαίρω]], [[ἐξάπτω]], [[ἔρχομαι]]
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 15 October 2019