αὐλῶπις: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(3)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=avlopis
|Transliteration C=avlopis
|Beta Code=au)lw=pis
|Beta Code=au)lw=pis
|Definition=ιδος, ἡ, (ὤψ) in Il. always epith. of <b class="b3">τρυφάλεια</b>, helmet <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a tube-like opening</b> between the cheek-pieces (acc. to Sch. <b class="b2">with</b> <b class="b2">a tube</b> (αὐλός) <b class="b2">to hold the</b> <b class="b3">λόφος</b>), <span class="bibl">Il.5.182</span>, al.; <b class="b3">λόγχη</b> <b class="b2">with a socket</b> to hold the shaft, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>1027</span>; περικεφαλαία <b class="b2">conical</b>, <span class="bibl">Ath.5.189c</span>, cf. Hsch.</span>
|Definition=ιδος, ἡ, ([[ὤψ]]) in Il. always [[epithet]] of [[τρυφάλεια]], [[helmet]] with a [[tube]]-like [[opening]] between the [[cheek]]-[[piece]]s (acc. to Sch. [[with]] a [[tube]] ([[αὐλός]]) to [[hold]] the [[λόφος]]), Il.5.182, al.; [[λόγχη]] with a [[socket]] to [[hold]] the [[shaft]], S.Fr.1027; [[περικεφαλαία]] [[conical]], Ath.5.189c, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ιδος, ἡ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. -ῶπιν S.<i>Fr</i>.1027, Ath.189c]<br />[[la que termina en tubo]] epít. de τρυφάλεια <i>Il</i>.5.182, 11.353, 13.530, 16.795<br /><b class="num"></b>como n. común [[yelmo rematado en forma de tubo]] Ath.l.c., Hsch.<br /><b class="num"></b>ref. a la [[lanza larga o de largo tubo]] S.l.c.
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />percée de trous pour les yeux (<i>ép. d'une visière de casque), ou plutôt</i>, munie d'un tube (pour recevoir l'aigrette).<br />'''Étymologie:''' [[αὐλός]], [[ὤψ]].
}}
{{pape
|ptext=ιδος, [[τρυφάλεια]] <i>Il</i>. 5.182, 11.353, <i>Helm mit Visirlöchern für die [[Augen]]</i>, nach Hesych., od. <i>mit einer [[Röhre]]</i> [[versehen]], um den [[Helmbusch]] hineinzustecken, nach Schol.; [[λόγχη]] μακρὰ αὐλ. Soph. frg. 851.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐλῶπις:''' ιδος adj. f с трубкообразным шишом (для гребня или султана) (τουφάλεια Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''αὐλῶπις''': -ιδος, ἡ, (ὢψ), ἐν Ἰλ. αείποτε, [[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]] - κατὰ τὸν Ἡσύχ. «[[εἶδος]] περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν (ὀπὰς) καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης· οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον», ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ. ἐσήμαινεν αὐλὸν εἰς ὃν προσηρμόζετο ὁ [[λόφος]], αὐλωπίδί τε τρυφαλείῃ, «αὐλίσκον ἐχούσῃ, καθ’ οὗ πήγνυται ὁ [[λόφος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 182, κτλ.· ὁ δὲ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 851) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λόγχης «αὐλῶπιν· αὐλοὺς ἔχουσαν, Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν αὐλῶπιν εἶπεν» Ἡσύχ.
}}
{{Autenrieth
|auten=ιδος ([[αὐλός]]): [[with]] [[upright]] [[tube]], to [[receive]] the [[plume]] of a [[helmet]], Il. 5.182. (Il.) (See cuts 16, 17.)
}}
{{grml
|mltxt=[[αὐλῶπις]], η (Α)<br /><b>1.</b> «[[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]]» ([[Όμηρος]])<br />[[περικεφαλαία]] με σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]] ή με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια<br /><b>2.</b> «[[αὐλῶπις]] [[λόγχη]]» — η [[λόγχη]] που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i>, θηλ. του -<i>ωπος</i>. Η [[σημασία]] της λ. [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Μπορεί να σημαίνει «την προεκτεταμένη σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]]», «([[περικεφαλαία]]) με [[τέσσερα]] [[άκρα]]», όταν προσδιορίζει το ουσ. [[τρυφάλεια]], «([[περικεφαλαία]]) με στενό [[γείσο]]» ή [[ακόμη]] «([[περικεφαλαία]]) με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια», όπου το β' συνθετικό -<i>ωπις</i> παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη [[σημασία]] ([[πρβλ]]. <i>όπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>, <i>ο</i>- [[οπός]] «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐλῶπις:''' -ίδος, ἡ (ὤψ), λέγεται για [[περικεφαλαία]], με οπές [[μπροστά]] ώστε να προσαρμόζεται ο [[λόφος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ὤψ]<br />of a [[helmet]], with a [[tube]] in [[front]], to [[hold]] the [[λόφος]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλῶπις Medium diacritics: αὐλῶπις Low diacritics: αυλώπις Capitals: ΑΥΛΩΠΙΣ
Transliteration A: aulō̂pis Transliteration B: aulōpis Transliteration C: avlopis Beta Code: au)lw=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (ὤψ) in Il. always epithet of τρυφάλεια, helmet with a tube-like opening between the cheek-pieces (acc. to Sch. with a tube (αὐλός) to hold the λόφος), Il.5.182, al.; λόγχη with a socket to hold the shaft, S.Fr.1027; περικεφαλαία conical, Ath.5.189c, cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
• Morfología: [ac. -ῶπιν S.Fr.1027, Ath.189c]
la que termina en tubo epít. de τρυφάλεια Il.5.182, 11.353, 13.530, 16.795
como n. común yelmo rematado en forma de tubo Ath.l.c., Hsch.
ref. a la lanza larga o de largo tubo S.l.c.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
percée de trous pour les yeux (ép. d'une visière de casque), ou plutôt, munie d'un tube (pour recevoir l'aigrette).
Étymologie: αὐλός, ὤψ.

German (Pape)

ιδος, τρυφάλεια Il. 5.182, 11.353, Helm mit Visirlöchern für die Augen, nach Hesych., od. mit einer Röhre versehen, um den Helmbusch hineinzustecken, nach Schol.; λόγχη μακρὰ αὐλ. Soph. frg. 851.

Russian (Dvoretsky)

αὐλῶπις: ιδος adj. f с трубкообразным шишом (для гребня или султана) (τουφάλεια Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐλῶπις: -ιδος, ἡ, (ὢψ), ἐν Ἰλ. αείποτε, αὐλῶπις τρυφάλεια - κατὰ τὸν Ἡσύχ. «εἶδος περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν (ὀπὰς) καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης· οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον», ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ. ἐσήμαινεν αὐλὸν εἰς ὃν προσηρμόζετο ὁ λόφος, αὐλωπίδί τε τρυφαλείῃ, «αὐλίσκον ἐχούσῃ, καθ’ οὗ πήγνυται ὁ λόφος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 182, κτλ.· ὁ δὲ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 851) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λόγχης «αὐλῶπιν· αὐλοὺς ἔχουσαν, Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν αὐλῶπιν εἶπεν» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

ιδος (αὐλός): with upright tube, to receive the plume of a helmet, Il. 5.182. (Il.) (See cuts 16, 17.)

Greek Monolingual

αὐλῶπις, η (Α)
1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος)
περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ' όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια
2. «αὐλῶπις λόγχη» — η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -ωπις, θηλ. του -ωπος. Η σημασία της λ. είναι πολύ αμφίβολη. Μπορεί να σημαίνει «την προεκτεταμένη σωληνοειδή υποδοχή απ' όπου βγαίνει το λοφίο», «(περικεφαλαία) με τέσσερα άκρα», όταν προσδιορίζει το ουσ. τρυφάλεια, «(περικεφαλαία) με στενό γείσο» ή ακόμη «(περικεφαλαία) με στενή σχισμή για τα μάτια», όπου το β' συνθετικό -ωπις παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη σημασία (πρβλ. όπ-ωπ-α, ο- οπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»)].

Greek Monotonic

αὐλῶπις: -ίδος, ἡ (ὤψ), λέγεται για περικεφαλαία, με οπές μπροστά ώστε να προσαρμόζεται ο λόφος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[ὤψ]
of a helmet, with a tube in front, to hold the λόφος, Il.