ὑπερμεγέθης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypermegethis
|Transliteration C=ypermegethis
|Beta Code=u(permege/qhs
|Beta Code=u(permege/qhs
|Definition=Ion. [[ὑπερμεγάθης]] [<b class="b3">ᾰ], ες,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὑπέρμεγας]], [λίθοι], ὄφιες, κέρεα, <span class="bibl">Hdt.2.175</span>, <span class="bibl">4.191</span>, <span class="bibl">7.126</span>; κυούμενον <span class="bibl">Sor.2.55</span>; [[ἀδίκημα]] <span class="bibl">Aeschin.3.7</span>; παρασκευάς <span class="bibl">Isoc.9.61</span>; εὐεργεσίαι, [[ψεῦδος]], <span class="bibl">D.18.316</span>, <span class="bibl">43.29</span>; μηδὲν ὑ. τὴν πόλιν βλάψειν <span class="bibl">Id.23.190</span>; ὑπερμεγέθες ἔργον [[exceedingly difficult]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.8</span>. Adv. -θως <span class="bibl">Ph. 1.103</span>; [[κολάζεσθαι]] Phld.<span class="title">Ir.</span>p.57 W.</span>
|Definition=Ion. [[ὑπερμεγάθης]] [ᾰ], ες, = [[ὑπέρμεγας]], [λίθοι], ὄφιες, κέρεα, [[Herodotus|Hdt.]]2.175, 4.191, 7.126; κυούμενον Sor.2.55; [[ἀδίκημα]] Aeschin.3.7; παρασκευάς Isoc.9.61; εὐεργεσίαι, [[ψεῦδος]], D.18.316, 43.29; μηδὲν ὑ. τὴν πόλιν βλάψειν Id.23.190; ὑπερμεγέθες ἔργον [[exceedingly difficult]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.8. Adv. [[ὑπερμεγέθως]] = [[hugely]], [[enormously]], [[excessively]], [[immensely]] Ph. 1.103; [[κολάζεσθαι]] Phld.''Ir.''p.57 W.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1198.png Seite 1198]] ες, = [[ὑπέρμεγας]], ion. [[ὑπερμεγάθης]], Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, [[ἔργον]] Xen. Cyr. 1, 6, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1198.png Seite 1198]] ες, = [[ὑπέρμεγας]], ion. [[ὑπερμεγάθης]], Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, [[ἔργον]] Xen. Cyr. 1, 6, 8.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />[[d'une grandeur démesurée]], [[énorme]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μέγεθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερμεγέθης:''' ион. [[ὑπερμεγάθης]] 2 непомерно большой, огромный, громадный (λίθοι Hom.; [[ἔργον]] Xen.; [[ψεῦδος]] Dem.; τὰ ὀστρακόδερμα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερμεγέθης''': Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = [[ὑπέρμεγας]], λίθοι, ὄφιες, [[κέρεα]] Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. [[ἀδίκημα]] Αἰσχίν. 54. 31· [[εὐεργεσία]], [[ψεῦδος]] Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες [[ἔργον]], [[ὑπερβαλλόντως]] δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103.
|lstext='''ὑπερμεγέθης''': Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = [[ὑπέρμεγας]], λίθοι, ὄφιες, [[κέρεα]] Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. [[ἀδίκημα]] Αἰσχίν. 54. 31· [[εὐεργεσία]], [[ψεῦδος]] Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες [[ἔργον]], [[ὑπερβαλλόντως]] δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />d’une grandeur démesurée, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μέγεθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=υπερμέγεθες / [[ὑπερμεγέθης]], ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερμεγάθης]], ὑπερμέγαθες, Α<br />αυτός που έχει υπέρμετρο [[μέγεθος]], [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]] ή [[προσπάθεια]]) εξαιρετικά [[δύσκολος]], δυσχερέστατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερμεγέθως</i> ΜΑ<br />με υπερμεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] / [[μέγαθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]].
|mltxt=υπερμέγεθες / [[ὑπερμεγέθης]], ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερμεγάθης]], ὑπερμέγαθες, Α<br />αυτός που έχει υπέρμετρο [[μέγεθος]], [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]] ή [[προσπάθεια]]) εξαιρετικά [[δύσκολος]], δυσχερέστατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερμεγέθως</i> ΜΑ<br />με υπερμεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] / [[μέγαθος]]), [[πρβλ]]. [[μικρομεγέθης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερμεγέθης:''' Ιων. -άθης, <i>-ες</i>, γεν. <i>-εος</i>, = [[ὑπέρμεγας]], σε Ηρόδ., Δημ.
|lsmtext='''ὑπερμεγέθης:''' Ιων. -άθης, <i>-ες</i>, γεν. <i>-εος</i>, = [[ὑπέρμεγας]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑπερμεγέθης:''' ион. [[ὑπερμεγάθης]] 2 непомерно большой, огромный, громадный (λίθοι Hom.; [[ἔργον]] Xen.; [[ψεῦδος]] Dem.; τὰ ὀστρακόδερμα Arst.).
|mdlsjtxt=ὑπερ-μεγέθης, ''Ionic'' -άθης, ες = [[ὑπέρμεγας]], Hdt., Dem.]
}}
}}
{{mdlsj
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mdlsjtxt=ὑπερ-μεγέθης, ιονιξ -άθης, ες = [[ὑπέρμεγας]], Hdt., Dem.]
|woodrun=[[extravagant]], [[huge]], [[very big]], [[very great]], [[very large]]
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερμεγέθης Medium diacritics: ὑπερμεγέθης Low diacritics: υπερμεγέθης Capitals: ΥΠΕΡΜΕΓΕΘΗΣ
Transliteration A: hypermegéthēs Transliteration B: hypermegethēs Transliteration C: ypermegethis Beta Code: u(permege/qhs

English (LSJ)

Ion. ὑπερμεγάθης [ᾰ], ες, = ὑπέρμεγας, [λίθοι], ὄφιες, κέρεα, Hdt.2.175, 4.191, 7.126; κυούμενον Sor.2.55; ἀδίκημα Aeschin.3.7; παρασκευάς Isoc.9.61; εὐεργεσίαι, ψεῦδος, D.18.316, 43.29; μηδὲν ὑ. τὴν πόλιν βλάψειν Id.23.190; ὑπερμεγέθες ἔργον exceedingly difficult, X.Cyr.1.6.8. Adv. ὑπερμεγέθως = hugely, enormously, excessively, immensely Ph. 1.103; κολάζεσθαι Phld.Ir.p.57 W.

German (Pape)

[Seite 1198] ες, = ὑπέρμεγας, ion. ὑπερμεγάθης, Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, ἔργον Xen. Cyr. 1, 6, 8.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
d'une grandeur démesurée, énorme.
Étymologie: ὑπέρ, μέγεθος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερμεγέθης: ион. ὑπερμεγάθης 2 непомерно большой, огромный, громадный (λίθοι Hom.; ἔργον Xen.; ψεῦδος Dem.; τὰ ὀστρακόδερμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμεγέθης: Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = ὑπέρμεγας, λίθοι, ὄφιες, κέρεα Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. ἀδίκημα Αἰσχίν. 54. 31· εὐεργεσία, ψεῦδος Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες ἔργον, ὑπερβαλλόντως δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103.

Greek Monolingual

υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α
αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος
αρχ.
(για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος.
επίρρ...
ὑπερμεγέθως ΜΑ
με υπερμεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μεγέθης (< μέγεθος / μέγαθος), πρβλ. μικρομεγέθης].

Greek Monotonic

ὑπερμεγέθης: Ιων. -άθης, -ες, γεν. -εος, = ὑπέρμεγας, σε Ηρόδ., Δημ.

Middle Liddell

ὑπερ-μεγέθης, Ionic -άθης, ες = ὑπέρμεγας, Hdt., Dem.]

English (Woodhouse)

extravagant, huge, very big, very great, very large

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)