δραστικός: Difference between revisions
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=drastikos | |Transliteration C=drastikos | ||
|Beta Code=drastiko/s | |Beta Code=drastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=δραστική, δραστικόν,<br><span class="bld">A</span> = [[δραστήριος]], [[σχήματα]] [[representing attack]], in a war-dance, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''815a; [[efficient]] (cause), δ. αἴτιον ὀργῆς Phld.''Ir.'' p.98W., cf. ''D.''1.14; <b class="b3">δραστικοὺς τῶν κακῶν</b> (τοὺς θεούς) ib.19, cf. Max. Tyr.18.2; <b class="b3">παχυμεροῦς ὕλης δ.</b>, of river fish, Xenocr.9; of persons, Plu.''Cor.''21: Comp. διάνοια δραστικώτερον χειρός Ph.1.542: Sup., Onos.22.4.<br><span class="bld">2</span> [[active]], opp. [[passive]], <b class="b3">δ. ποιότητες, ἀρχαί</b>, ''Stoic.''2.133, 134; <b class="b3">δραστικώτατον τὸ θερμόν</b> ib.135; δραστικώτατα στοιχεῖα Ph.2.142.<br><span class="bld">3</span> as Medic. term, [[drastic]], Dsc.1.19.4 (Sup.); φάρμακον ''Gp.''13.14.5, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.50. Adv. [[δραστικῶς]] Gal.10.368.<br><span class="bld">4</span> Gramm., <b class="b3">δ. διάβασις</b>, = [[δρᾶσις]] 1.3, A.D.''Pron.''115.6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[destinado a la acción]], [[ofensivo]] σχήματα de la danza pírrica, Pl.<i>Lg</i>.815a.<br /><b class="num">2</b> [[capaz]], [[eficaz]] συνετὸς ὤν [[ἅμα]] καὶ δ. στρατηγός [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.81, cf. 88, Plu.<i>Cor</i>.21, glos. a ὀτρηρός Sch.<i>Il</i>.1.321 en <i>POxy</i>.3237.1.2.29, μέθοδος Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.10.122, c. gen. obj. ἀδικίας Max.Tyr.12.2<br /><b class="num">•</b>fil., ref. abstr. [[eficiente]] δραστικὸν αἴτιον ὀργῆς Phld.<i>Ir</i>.50.6, ἐνέργειαν δὲ τὴν δραστικὴν ὀνομάζω κίνησιν Gal.2.7, δραστικωτάτη γὰρ αὕτη (ἡ θερμότης) τῶν ποιοτήτων Gal.1.252, cf. Ph.2.142, Aristid.Quint.121.25<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δραστικόν [[cualidad de activo]] ἀνδρός [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.6<br /><b class="num">•</b>[[capacidad]], [[poder]] τὸ δ. δείκνυε μὴ τῷ δρᾷν κακῶς Gr.Naz.M.37.944A, αὐτὴν (τὴν καρδίαν) ἐνεργὸν εἶναι τῷ δραστικῷ τῆς δυνάμεως Gr.Nyss.M.44.248B, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.11.72d.<br /><b class="num">II</b> medic. [[drástico]], [[efectivo]], [[enérgico]] δραστικώτατοι καὶ ἰητρικώτατοι φάρμακοι Hp.<i>Ep</i>.16, δραστικωτάτην ἔχει τὴν δύναμιν Dsc.1.19.4, cf. Alex.Trall.2.103.19, <i>Gp</i>.13.14.5<br /><b class="num">•</b>[[que produce]], [[que causa]] c. gen. obj. φλέγματος Diph.Siph. en Ath.355d, παχυμεροῦς ὕλης Xenocr.6.<br /><b class="num">III</b> gram. [[de la acción]], [[activo]] δραστικὴ [[διάβασις]] transición de la acción</i> A.D.<i>Pron</i>.115.6<br /><b class="num">•</b>[[que expresa sentido activo]], [[activo]] [[ἔννοια]] Aristarch. en Sch.Er.<i>Il</i>.11.270b, δραστικὴ [[διάθεσις]] diátesis activa</i> Sch.D.T.401.2, δραστικὸν ῥῆμα verbo activo</i> Sch.D.T.548.35.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ῶς [[de forma eficaz]] ἠκηκόει ... ὡς εἰ μή τις [[αὐτίκα]] βοηθήσειε δ., οὐδὲν ἀνύσει Gal.10.369. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] = [[δραστήριος]]; σχήματα Plat. Legg. VII, 815 a; ὁ θυμούμενος Plut. Coriol. 21 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] = [[δραστήριος]]; σχήματα Plat. Legg. VII, 815 a; ὁ θυμούμενος Plut. Coriol. 21 u. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[δραστήριος]]. | |btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[δραστήριος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''δραστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[предприимчивый]], [[решительный]] (ὁ θυμούμενος Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[резкий]], [[сильный]] (σχήματα ἐν ταῖς τῶν τόξων βολαῖς Plat.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δραστικός''': -ή, -όν, = [[δραστήριος]], Πλάτ. Νόμ. 815Α. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, [[ταχέως]] ἐνεργῶν. Διοσκ. 1. 18. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δραστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[αποτέλεσμα]] με τη [[δράση]] του, [[αποτελεσματικός]] («δραστικά [[μέτρα]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) δυνατό, ισχυρό («δραστικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που [[είναι]] η [[αιτία]] για [[κάτι]], η [[δημιουργός]] [[αιτία]] («πονηρὸς δὲ ὁ [[δραστικός]] | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δραστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[αποτέλεσμα]] με τη [[δράση]] του, [[αποτελεσματικός]] («δραστικά [[μέτρα]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) δυνατό, ισχυρό («δραστικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που [[είναι]] η [[αιτία]] για [[κάτι]], η [[δημιουργός]] [[αιτία]] («πονηρὸς δὲ ὁ [[δραστικός]] κακοῦ»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) α) [[ενεργητικός]]<br />β) [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[δράση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δραστικός:''' -ή, -όν, = [[δραστήριος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''δραστικός:''' -ή, -όν, = [[δραστήριος]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 27 March 2024
English (LSJ)
δραστική, δραστικόν,
A = δραστήριος, σχήματα representing attack, in a war-dance, Pl.Lg.815a; efficient (cause), δ. αἴτιον ὀργῆς Phld.Ir. p.98W., cf. D.1.14; δραστικοὺς τῶν κακῶν (τοὺς θεούς) ib.19, cf. Max. Tyr.18.2; παχυμεροῦς ὕλης δ., of river fish, Xenocr.9; of persons, Plu.Cor.21: Comp. διάνοια δραστικώτερον χειρός Ph.1.542: Sup., Onos.22.4.
2 active, opp. passive, δ. ποιότητες, ἀρχαί, Stoic.2.133, 134; δραστικώτατον τὸ θερμόν ib.135; δραστικώτατα στοιχεῖα Ph.2.142.
3 as Medic. term, drastic, Dsc.1.19.4 (Sup.); φάρμακον Gp.13.14.5, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.50. Adv. δραστικῶς Gal.10.368.
4 Gramm., δ. διάβασις, = δρᾶσις 1.3, A.D.Pron.115.6.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1destinado a la acción, ofensivo σχήματα de la danza pírrica, Pl.Lg.815a.
2 capaz, eficaz συνετὸς ὤν ἅμα καὶ δ. στρατηγός D.S.11.81, cf. 88, Plu.Cor.21, glos. a ὀτρηρός Sch.Il.1.321 en POxy.3237.1.2.29, μέθοδος Zos.Alch.Comm.Gen.10.122, c. gen. obj. ἀδικίας Max.Tyr.12.2
•fil., ref. abstr. eficiente δραστικὸν αἴτιον ὀργῆς Phld.Ir.50.6, ἐνέργειαν δὲ τὴν δραστικὴν ὀνομάζω κίνησιν Gal.2.7, δραστικωτάτη γὰρ αὕτη (ἡ θερμότης) τῶν ποιοτήτων Gal.1.252, cf. Ph.2.142, Aristid.Quint.121.25
•neutr. subst. τὸ δραστικόν cualidad de activo ἀνδρός D.S.4.6
•capacidad, poder τὸ δ. δείκνυε μὴ τῷ δρᾷν κακῶς Gr.Naz.M.37.944A, αὐτὴν (τὴν καρδίαν) ἐνεργὸν εἶναι τῷ δραστικῷ τῆς δυνάμεως Gr.Nyss.M.44.248B, cf. Sch.Er.Il.11.72d.
II medic. drástico, efectivo, enérgico δραστικώτατοι καὶ ἰητρικώτατοι φάρμακοι Hp.Ep.16, δραστικωτάτην ἔχει τὴν δύναμιν Dsc.1.19.4, cf. Alex.Trall.2.103.19, Gp.13.14.5
•que produce, que causa c. gen. obj. φλέγματος Diph.Siph. en Ath.355d, παχυμεροῦς ὕλης Xenocr.6.
III gram. de la acción, activo δραστικὴ διάβασις transición de la acción A.D.Pron.115.6
•que expresa sentido activo, activo ἔννοια Aristarch. en Sch.Er.Il.11.270b, δραστικὴ διάθεσις diátesis activa Sch.D.T.401.2, δραστικὸν ῥῆμα verbo activo Sch.D.T.548.35.
IV adv. -ῶς de forma eficaz ἠκηκόει ... ὡς εἰ μή τις αὐτίκα βοηθήσειε δ., οὐδὲν ἀνύσει Gal.10.369.
German (Pape)
[Seite 665] = δραστήριος; σχήματα Plat. Legg. VII, 815 a; ὁ θυμούμενος Plut. Coriol. 21 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. δραστήριος.
Russian (Dvoretsky)
δραστικός:
1 предприимчивый, решительный (ὁ θυμούμενος Plut.);
2 резкий, сильный (σχήματα ἐν ταῖς τῶν τόξων βολαῖς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
δραστικός: -ή, -όν, = δραστήριος, Πλάτ. Νόμ. 815Α. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, ταχέως ἐνεργῶν. Διοσκ. 1. 18.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δραστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που φέρνει αποτέλεσμα με τη δράση του, αποτελεσματικός («δραστικά μέτρα»)
2. (για φάρμακο) δυνατό, ισχυρό («δραστικό φάρμακο»)
3. δραστήριος
αρχ.-μσν.
1. ισχυρός, δυνατός
2. αυτός που παράγει κάτι, που είναι η αιτία για κάτι, η δημιουργός αιτία («πονηρὸς δὲ ὁ δραστικός κακοῦ»)
αρχ.
(για πρόσ.) α) ενεργητικός
β) ικανός ή κατάλληλος για δράση.
Greek Monotonic
δραστικός: -ή, -όν, = δραστήριος, σε Πλάτ.