συναθροίζω: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synathroizo | |Transliteration C=synathroizo | ||
|Beta Code=sunaqroi/zw | |Beta Code=sunaqroi/zw | ||
|Definition=pf. | |Definition=pf. -ήθροικα (-υκα Pap.) ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1253.5 (iv A.D.):—<br><span class="bld">A</span> [[gather together]], [[assemble]], especially of soldiers, X.''An.''7.2.8, etc.; τὸ ναυτικόν Lys.2.34; ἀγέλην Babr.124.8; σ. ἐπὶ τὴν πόλιν.. Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Pl.''Mx.''243b:—Pass., X.''An.''6.5.30, ''Act.Ap.''12.12.<br><span class="bld">2</span> of things, [[gather into one mass]], τὸ κάταγμα εἰς ἕν Ar.''Lys.'' 585 (anap.); <b class="b3">τὸ σῶμα σ.</b> [[bring]] the body [[together]], Pl.''Ti.''44d:—Pass., ἐὰν εἰς μίαν.. πόλιν.. συναθροισθῇ τὰ.. Χρήματα Id.''R.''422d; <b class="b3">τούτων συνηθροισμένων</b> [[to sum up]], therefore, ib.563d; σ. εἰς ἕν Id.''Ti.''25b; εἰς ταὐτό [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''546b18; συνηθροισμένη τῇ πόλει δόξα Lycurg.110; συνηθροισμένον πᾶν ἰσχυρόν [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''12, cf. ''Vent.''26; Χρόνῳ τὸ μῖσος -ηθροίσθη Phld.''Piet.''30.<br><span class="bld">3</span> of a single person, <b class="b3">οὐ συνήθροισται στρατῷ</b> [[has]] not [[joined]] the main army, E.''Rh.''613. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήθροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναθροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναθροισθῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναθροισθεῖσα εἰς ἓν [[δύναμις]], Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήθροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναθροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναθροισθῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναθροισθεῖσα εἰς ἓν [[δύναμις]], Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=rassembler, réunir, acc. (une armée, une flotte) ; <i>Pass.</i> [[se rassembler]], [[se serrer]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁθροίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-αθροίζω verzamelen. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συναθροίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[собирать]] (τὸ [[στράτευμα]] Xen.; τὸ [[ναυτικόν]] Lys.; ἀγέλην Babr.; τινάς NT): σ. τι εἰς ἕν Arph. собирать что-л. воедино; τὸ [[κεφάλαιον]] πάντων τούτων ξυνηθροισμένων Plat. суть всего этого, вместе взятого;<br /><b class="num">2</b> [[присоединять]] (τί τινι Plat.): ξυναθροίζεσθαι στρατῷ Eur. присоединяться к армии. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist participle συναθροίσας; [[perfect]] [[passive]] participle συνηθροισμενος; from ([[Euripides]], [[Aristophanes]], others), Isocrates | |txtha=1st aorist participle συναθροίσας; [[perfect]] [[passive]] participle συνηθροισμενος; from ([[Euripides]], [[Aristophanes]], others), Isocrates down; the Sept. [[chiefly]] for קָבַץ and קִבֵּץ; to [[gather]] [[together]] [[with]] others; to [[assemble]]: τινας, to be gathered [[together]] i. e. [[come]] [[together]], R G; Acts 12:12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''συναθροίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συγκαλώ]], [[συνάγω]], λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, στην Παθ., <i>τὸκεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων</i>, το [[σύνολο]] των συγκεντρωμένων αυτών ποσοτήτων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], <i>οὐ ξυνήθροισται στρατῷ</i>, δεν συνενώθηκε με το κύριο στρατιωτικό [[σώμα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''συναθροίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συγκαλώ]], [[συνάγω]], λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, στην Παθ., <i>τὸκεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων</i>, το [[σύνολο]] των συγκεντρωμένων αυτών ποσοτήτων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], <i>οὐ ξυνήθροισται στρατῷ</i>, δεν συνενώθηκε με το κύριο στρατιωτικό [[σώμα]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συναθροίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἀθροίζω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Πλάτ., κλπ.· τὸ ναυτικὸν Λυσί. 194. 2· ἀγέλην Βαβρ. 124. 8, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλὴν ἐπονομάζομεν… ᾧ καὶ πᾶν τὸ [[σῶμα]] παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ ξυναθροίσαντες θεοὶ Πλάτ. Τίμ. 44D, πρβλ. Πολυδ. Ε΄ 168· ξ. ἐπὶ τὴν πόλιν… Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Πλάτ. Μενεξ. 243Β. ― Παθ., Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων [[συνάγω]] αὐτὰ εἰς ἕν, τὸ [[κάταγμα]] εἰς ἓν Ἀριστοφ. Λυσ. 585. ― Παθ., ἐὰν εἰς μίαν... πόλιν... συναθροισθῇ τά... χρήματα Πλάτ. Πολ. 422D· τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, τὸ ὅλον τούτων τῶν [[ὁμοῦ]] συναθροισθέντων ποσῶν, [[αὐτόθι]] 563D· ξ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 25Β· εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 15. 15· [[δόξα]] τῇ πόλει ξυνήθροισται Λυσί. 163. 34. 3) ἐπὶ μόνου ἑνὸς προσώπου, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δὲν συνηνώθη μετὰ τοῦ στρατοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 613. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 42: | Line 42: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':sunaqro⋯zw 尋-阿特睞索<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':共同-集會 相當於: ([[קָבַץ]]‎) ([[קָהַל]]‎)<br />'''字義溯源''':集會,一同聚集,一同聚會,聚集;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἄθλησις]])Y*=聚集)組成。參讀 ([[ἀθροίζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);徒(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他聚集(1) 徒19:25;<br />2) 聚集(1) 徒12:12 | |sngr='''原文音譯''':sunaqro⋯zw 尋-阿特睞索<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':共同-集會 相當於: ([[קָבַץ]]‎) ([[קָהַל]]‎)<br />'''字義溯源''':集會,一同聚集,一同聚會,聚集;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἄθλησις]])Y*=聚集)組成。參讀 ([[ἀθροίζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);徒(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他聚集(1) 徒19:25;<br />2) 聚集(1) 徒12:12 | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[congregari]]'', to [[assemble]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.99.1/ 2.99.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.86.1/ 7.86.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:32, 16 November 2024
English (LSJ)
pf. -ήθροικα (-υκα Pap.) POxy.1253.5 (iv A.D.):—
A gather together, assemble, especially of soldiers, X.An.7.2.8, etc.; τὸ ναυτικόν Lys.2.34; ἀγέλην Babr.124.8; σ. ἐπὶ τὴν πόλιν.. Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Pl.Mx.243b:—Pass., X.An.6.5.30, Act.Ap.12.12.
2 of things, gather into one mass, τὸ κάταγμα εἰς ἕν Ar.Lys. 585 (anap.); τὸ σῶμα σ. bring the body together, Pl.Ti.44d:—Pass., ἐὰν εἰς μίαν.. πόλιν.. συναθροισθῇ τὰ.. Χρήματα Id.R.422d; τούτων συνηθροισμένων to sum up, therefore, ib.563d; σ. εἰς ἕν Id.Ti.25b; εἰς ταὐτό Arist.HA546b18; συνηθροισμένη τῇ πόλει δόξα Lycurg.110; συνηθροισμένον πᾶν ἰσχυρόν Thphr. Ign.12, cf. Vent.26; Χρόνῳ τὸ μῖσος -ηθροίσθη Phld.Piet.30.
3 of a single person, οὐ συνήθροισται στρατῷ has not joined the main army, E.Rh.613.
German (Pape)
[Seite 997] versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήθροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναθροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναθροισθῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναθροισθεῖσα εἰς ἓν δύναμις, Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3.
French (Bailly abrégé)
rassembler, réunir, acc. (une armée, une flotte) ; Pass. se rassembler, se serrer.
Étymologie: σύν, ἁθροίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αθροίζω verzamelen.
Russian (Dvoretsky)
συναθροίζω:
1 собирать (τὸ στράτευμα Xen.; τὸ ναυτικόν Lys.; ἀγέλην Babr.; τινάς NT): σ. τι εἰς ἕν Arph. собирать что-л. воедино; τὸ κεφάλαιον πάντων τούτων ξυνηθροισμένων Plat. суть всего этого, вместе взятого;
2 присоединять (τί τινι Plat.): ξυναθροίζεσθαι στρατῷ Eur. присоединяться к армии.
English (Strong)
from σύν and athroizo (to hoard); to convene: call (gather) together.
English (Thayer)
1st aorist participle συναθροίσας; perfect passive participle συνηθροισμενος; from (Euripides, Aristophanes, others), Isocrates down; the Sept. chiefly for קָבַץ and קִבֵּץ; to gather together with others; to assemble: τινας, to be gathered together i. e. come together, R G; Acts 12:12.
Greek Monolingual
ΝΜΑ αθροίζω
συγκεντρώνω πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα συρτάρι» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ.
γ. «τὸ κάταγμα λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. συγκεντρώνω στρατιώτες («συναθροίζειν τῶν διεσπαρμένων ὡς ἂν πλείστους δύνηται», Ξεν.)
2. παθ. συναθροίζομαι
(για μεμονωμένο πρόσ.) είμαι συνενωμένος με πλήθος.
Greek Monotonic
συναθροίζω: μέλ. -σω,
1. συγκεντρώνω, συγκαλώ, συνάγω, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.
2. επίσης, λέγεται για πράγματα, στην Παθ., τὸκεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, το σύνολο των συγκεντρωμένων αυτών ποσοτήτων, σε Πλάτ.
3. λέγεται για μεμονωμένο πρόσωπο, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δεν συνενώθηκε με το κύριο στρατιωτικό σώμα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συναθροίζω: ὡς καὶ νῦν, ἀθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, μάλιστα ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Πλάτ., κλπ.· τὸ ναυτικὸν Λυσί. 194. 2· ἀγέλην Βαβρ. 124. 8, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλὴν ἐπονομάζομεν… ᾧ καὶ πᾶν τὸ σῶμα παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ ξυναθροίσαντες θεοὶ Πλάτ. Τίμ. 44D, πρβλ. Πολυδ. Ε΄ 168· ξ. ἐπὶ τὴν πόλιν… Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Πλάτ. Μενεξ. 243Β. ― Παθ., Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων συνάγω αὐτὰ εἰς ἕν, τὸ κάταγμα εἰς ἓν Ἀριστοφ. Λυσ. 585. ― Παθ., ἐὰν εἰς μίαν... πόλιν... συναθροισθῇ τά... χρήματα Πλάτ. Πολ. 422D· τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, τὸ ὅλον τούτων τῶν ὁμοῦ συναθροισθέντων ποσῶν, αὐτόθι 563D· ξ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 25Β· εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 15. 15· δόξα τῇ πόλει ξυνήθροισται Λυσί. 163. 34. 3) ἐπὶ μόνου ἑνὸς προσώπου, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δὲν συνηνώθη μετὰ τοῦ στρατοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 613.
Middle Liddell
fut. σω
1. to gather together, assemble, of soldiers, Xen., Plat., etc.
2. of things, in Pass., τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων the sum of these collected amounts, Plat.
3. of a single person, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ has not joined the main army, Eur.
Chinese
原文音譯:sunaqro⋯zw 尋-阿特睞索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-集會 相當於: (קָבַץ) (קָהַל)
字義溯源:集會,一同聚集,一同聚會,聚集;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἄθλησις)Y*=聚集)組成。參讀 (ἀθροίζω)同義字
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 他聚集(1) 徒19:25;
2) 聚集(1) 徒12:12
Lexicon Thucydideum
congregari, to assemble, 2.99.1, 7.86.1.