ἱεροκῆρυξ: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἱεροκῆρυξ
|Full diacritics=ἱεροκῆρῠξ
|Medium diacritics=ἱεροκῆρυξ
|Medium diacritics=ἱεροκῆρυξ
|Low diacritics=ιεροκήρυξ
|Low diacritics=ιεροκήρυξ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ierokiryks
|Transliteration C=ierokiryks
|Beta Code=i(erokh=ruc
|Beta Code=i(erokh=ruc
|Definition=ῡκος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[herald]] or <b class="b2">attendant at a sacrifice</b>, <span class="bibl">D.59.78</span>, <span class="bibl">Herm.Hist.2</span>, prob. in <span class="title">IG</span>12.6.89, cf. <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.258.23 (Delph., iii B.C.), <span class="title">SIG</span>577.33 (Milet., iii/ii B.C.), <span class="title">OGI</span>332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. -κᾶρυξ <span class="title">IG</span>12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).</span>
|Definition=ῡκος, ὁ, [[herald]] or [[attendant]] at a [[sacrifice]], D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. [[ἱεροκᾶρυξ]] IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=υκος (ὁ) :<br />héraut des sacrifices, héraut sacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[κῆρυξ]].
|btext=υκος (ὁ) :<br />[[héraut des sacrifices]], [[héraut sacré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[κῆρυξ]].
}}
}}
{{lsm
{{pape
|lsmtext='''ἱεροκῆρυξ:''' -ῡκος, ὁ, [[κήρυκας]] ή [[υπηρέτης]] σε [[θυσία]], σε Δημ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1241.png Seite 1241]] υκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener; Dem. 59, 78; Hermias Ath. IV, 149 e; Inscr., die auch das Verbum [[ἱεροκηρυκέω]] haben.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱεροκῆρυξ:''' ῡκος ὁ глашатай или служитель при жертвоприношениях Dem.
|elrutext='''ἱεροκῆρυξ:''' ῡκος ὁ [[глашатай]] или [[служитель]] при жертвоприношениях Dem.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱεροκῆρυξ]], -υκος, Α δωρ. τ. [[ἱεροκᾶρυξ]])<br />αυτός που κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχιμανδρίτης]], [[πρεσβύτερος]] ή [[λαϊκός]] [[θεολόγος]], [[εντεταλμένος]] από την εκκλησιαστική [[αρχή]] να κηρύσσει τον λόγο του θεού<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήρυκας]] ή [[υπηρέτης]] σε [[θυσία]] («[[βούλομαι]] δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κήρυξ]]. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο].
}}
{{ls
|lstext='''ἱεροκήρυξ''': -ῡκος, ὁ, ὁ κήρυξ ἢ [[ὑπηρέτης]] ἐν θυσίᾳ, Δημ. 1371. 16, Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 149Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 184,-5,-8b, 190-4, κ. ἀλλ.· Δωρ. [[ἱεροκάρυξ]], ὁ αὐτ. 2525b. 31. ― Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστ. γλώσσῃ, τὸ [[ἱεροκήρυξ]] τίθεται ἐπὶ τῶν ἱερῶν συγγγραφέων, [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ τῶν κηρυττόντων τὸν [[θεῖον]] λόγον ἐν τοῖς Χριστιανικοῖς ναοῖς, Ἀριστέας 21, Μεθόδ. 348Α, Εὐστ. Ἀντ. 613Α, Διδ. Ἀλ. 553Β, Συνέσ. 1413Α.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱερο-[[κῆρυξ]], ῡκος, ὁ,<br />the [[herald]] at a [[sacrifice]], Dem.
|mdlsjtxt=ἱερο-[[κῆρυξ]], ῡκος, ὁ,<br />the [[herald]] at a [[sacrifice]], Dem.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱεροκῆρυξ:''' -ῡκος, ὁ, [[κήρυκας]] ή [[υπηρέτης]] σε [[θυσία]], σε Δημ.
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροκῆρῠξ Medium diacritics: ἱεροκῆρυξ Low diacritics: ιεροκήρυξ Capitals: ΙΕΡΟΚΗΡΥΞ
Transliteration A: hierokē̂ryx Transliteration B: hierokēryx Transliteration C: ierokiryks Beta Code: i(erokh=ruc

English (LSJ)

ῡκος, ὁ, herald or attendant at a sacrifice, D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. ἱεροκᾶρυξ IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
héraut des sacrifices, héraut sacré.
Étymologie: ἱερός, κῆρυξ.

German (Pape)

[Seite 1241] υκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener; Dem. 59, 78; Hermias Ath. IV, 149 e; Inscr., die auch das Verbum ἱεροκηρυκέω haben.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροκῆρυξ: ῡκος ὁ глашатай или служитель при жертвоприношениях Dem.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, -υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾶρυξ)
αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο
νεοελλ.
αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο του θεού
αρχ.
κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσίαβούλομαι δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + κήρυξ. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον θείο λόγο].

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροκήρυξ: -ῡκος, ὁ, ὁ κήρυξ ἢ ὑπηρέτης ἐν θυσίᾳ, Δημ. 1371. 16, Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 149Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 184,-5,-8b, 190-4, κ. ἀλλ.· Δωρ. ἱεροκάρυξ, ὁ αὐτ. 2525b. 31. ― Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστ. γλώσσῃ, τὸ ἱεροκήρυξ τίθεται ἐπὶ τῶν ἱερῶν συγγγραφέων, ὡσαύτως καὶ ἐπὶ τῶν κηρυττόντων τὸν θεῖον λόγον ἐν τοῖς Χριστιανικοῖς ναοῖς, Ἀριστέας 21, Μεθόδ. 348Α, Εὐστ. Ἀντ. 613Α, Διδ. Ἀλ. 553Β, Συνέσ. 1413Α.

Middle Liddell

ἱερο-κῆρυξ, ῡκος, ὁ,
the herald at a sacrifice, Dem.

Greek Monotonic

ἱεροκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία, σε Δημ.