παρουσιάζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parousiazo | |Transliteration C=parousiazo | ||
|Beta Code=parousia/zw | |Beta Code=parousia/zw | ||
|Definition= | |Definition=to [[be present]], Anon.''in EN''438.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
to be present, Anon.in EN438.6.
German (Pape)
[Seite 528] gegenwärtig sein, auch ankommen, K. S.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
παρουσία
νεοελλ.
1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια»)
2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση του ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο»)
3. οδηγώ κάποιον σε άλλον ανώτερό του και τον συνιστώ, τον συστήνω με τυπικότητα («μέ παρουσίασε στον στρατηγό)
4. εισάγω σε κάτι, προϊδεάζω για κάτι (α. «ο συγγραφέας παρουσίασε το τελευταίο βιβλίο του»)
5. (σχετικά με θεατρικό έργο ή άλλο καλλιτεχν. πρόγραμμα) ερμηνεύω, παίζω
6. (σχετικά με τηλεοπτική εκπομπή) μεταδίδω, εκφωνώ
7. μέσ. παρουσιάζομαι
α) εμφανίζομαι προσωπικά και συσταίνομαι σε υπηρεσιακώς ανώτερο μου, προϊστάμενο, αξιωματούχο («παρουσιάστηκα στον διοικητή»)
β) αναφύομαι, προκύπτω («παρουσιάστηκαν τεχνικές δυσκολίες»)
γ) φαίνομαι («η πολιτική κατάσταση παρουσιάζεται οξυμένη»
8. φρ. «παρουσιάζω όπλα» — αποδίδω στρατιωτικές τιμές σε στάση προσοχής κρατώντας το όπλο κατακόρυφα, με το αριστερό χέρι στο ύψος της μέσης και ακουμπώντας τη δεξιά παλάμη στο κοντάκι στο ύψος του στήθους
μσν.-αρχ.
είμαι παρών, παρευρίσκομαι
αρχ.
πλησιάζω (πρὸς τὸν ἄρχοντα ἐπαρουσίασε», Γρηγ. Ναζ.).