σχοινοβάτης: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Ancient Greek: αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ" to "Ancient Greek: αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, καλοβάμων, καλοβάτης") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=σχοινοβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=σχοινοβάτης | |Medium diacritics=σχοινοβάτης | ||
|Low diacritics=σχοινοβάτης | |Low diacritics=σχοινοβάτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schoinovatis | |Transliteration C=schoinovatis | ||
|Beta Code=sxoinoba/ths | |Beta Code=sxoinoba/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[βαίνω]]) [[rope dancer]], Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, ''Glossaria''; Lat. [[schoenobates]], Juv.3.77:—hence [[σχοινοβατία]], lon. [[σχοινοβατίη]], ἡ, [[rope dancing]], interpol. in Hp.''Vict.''3.68; [[σχοινοβατική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), Sch.D.T.p.110H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ὁ, der [[Seiltänzer]], Sp., wie Maneth. 4, 287. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui marche <i>ou</i> danse sur la corde.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]], [[βαίνω]]. | |||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx=Rope-dancers were famous among ancient Greeks and Romans. The Greeks called a rope-dancer/rope-walker as schoenobates ([[σχοινοβάτης]]) and kalobates ([[καλοβάτης]]) and the Romans, [[funambulus]]. In Herculaneum there are a series of paintings representing rope-dancing. Germanicus and the emperor Galba even attempted to exhibit elephants walking on the rope. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχοινοβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77. | |lstext='''σχοινοβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν<br />αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις [[πάνω]] σε τεντωμένο [[σχοινί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[ακροβάτης]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο [[είδος]] Schoinobates volans, μήκους [[μέχρι]] 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοίνος]] / [[σχοινί]](<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), | |mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν<br />αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις [[πάνω]] σε τεντωμένο [[σχοινί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[ακροβάτης]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο [[είδος]] Schoinobates volans, μήκους [[μέχρι]] 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοίνος]] / [[σχοινί]](<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[υπνοβάτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σχοινο- | |mdlsjtxt=σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, [[βαίνω]]<br />a [[rope]]-[[dancer]], [[schoenobates]] in Juven. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[σχοῖνος]] (=[[βοῦρλο]], [[καλάμι]], [[σχοινί]]) + [[βαίνω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[σχοῖνος]]: [[σχοίνινος]], [[σχοινίον]], [[σχοινίζω]] (=[[καθαρίζω]] με ὀδοντογλυφίδα), [[σχοίνισμα]] (=[[μέρος]] γῆς, μερίδιο), [[σχοινισμός]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[tightrope walker]]=== | |||
Armenian: լարախաղաց, փահլևան, քյանդրբազ; Belarusian: канатаходзец; Bulgarian: въжеиграч; Catalan: funambulista, funàmbul; Chinese Mandarin: 走繩索的人/走绳索的人; Dutch: [[koorddanser]]; English: [[funambulist]], [[rope climber]], [[rope dancer]], [[rope-climber]], [[ropedancer]], [[rope-dancer]], [[tightrope walker]]; Finnish: nuorallatanssija, nuorallakävelijä; French: [[funambule]]; German: [[Seiltänzer]], [[Seiltänzerin]]; Greek: [[σχοινοβάτης]], [[σχοινοβάτισσα]]; Ancient Greek: [[αἰθροβάτης]], [[ἀκροβάτης]], [[ἀρνευτήρ]], [[καλοβάμων]], [[καλοβάτης]], [[κρημνοβάτας]], [[κρημνοβάτης]], [[νευροβάτης]], [[πεταυριστής]], [[πετευριστήρ]], [[πετευριστής]], [[σχοινοβάτης]], [[σχοινοδρόμος]]; Hungarian: légtornász, kötéltáncos; Indonesian: pejalan tali; Italian: [[funambolo]]; Japanese: 綱渡り師; Kazakh: даршы; Kyrgyz: дарчы; Latin: [[funambulus]], [[funiambulus]], [[schoenobates]]; Polish: linoskoczek; Portuguese: [[funâmbulo]]; Romanian: funambul, funambulă; Russian: [[канатоходец]], [[канатоходка]], [[эквилибрист]], [[балансёр]]; Spanish: [[funámbulo]], [[volatinero]]; Swedish: lindansare; Turkish: ip cambazı; Turkmen: darbaz; Ukrainian: канатоходець; Uyghur: دارۋاز; Uzbek: dorboz; Volapük: jainadanüdan, jainahidanüdan, jainajidanüdan | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:42, 23 November 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω) rope dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Glossaria; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence σχοινοβατία, lon. σχοινοβατίη, ἡ, rope dancing, interpol. in Hp.Vict.3.68; σχοινοβατική (sc. τέχνη), Sch.D.T.p.110H.
German (Pape)
[Seite 1057] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui marche ou danse sur la corde.
Étymologie: σχοῖνος, βαίνω.
Wikipedia EN
Rope-dancers were famous among ancient Greeks and Romans. The Greeks called a rope-dancer/rope-walker as schoenobates (σχοινοβάτης) and kalobates (καλοβάτης) and the Romans, funambulus. In Herculaneum there are a series of paintings representing rope-dancing. Germanicus and the emperor Galba even attempted to exhibit elephants walking on the rope.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν
αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί
νεοελλ.
1. (γενικά) ακροβάτης
2. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο είδος Schoinobates volans, μήκους μέχρι 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνοβάτης.
Greek Monotonic
σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβάτης, schoenobates στον Ιουβεν.
Middle Liddell
σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, βαίνω
a rope-dancer, schoenobates in Juven.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό σχοῖνος (=βοῦρλο, καλάμι, σχοινί) + βαίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σχοῖνος: σχοίνινος, σχοινίον, σχοινίζω (=καθαρίζω με ὀδοντογλυφίδα), σχοίνισμα (=μέρος γῆς, μερίδιο), σχοινισμός.
Translations
tightrope walker
Armenian: լարախաղաց, փահլևան, քյանդրբազ; Belarusian: канатаходзец; Bulgarian: въжеиграч; Catalan: funambulista, funàmbul; Chinese Mandarin: 走繩索的人/走绳索的人; Dutch: koorddanser; English: funambulist, rope climber, rope dancer, rope-climber, ropedancer, rope-dancer, tightrope walker; Finnish: nuorallatanssija, nuorallakävelijä; French: funambule; German: Seiltänzer, Seiltänzerin; Greek: σχοινοβάτης, σχοινοβάτισσα; Ancient Greek: αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, καλοβάμων, καλοβάτης, κρημνοβάτας, κρημνοβάτης, νευροβάτης, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής, σχοινοβάτης, σχοινοδρόμος; Hungarian: légtornász, kötéltáncos; Indonesian: pejalan tali; Italian: funambolo; Japanese: 綱渡り師; Kazakh: даршы; Kyrgyz: дарчы; Latin: funambulus, funiambulus, schoenobates; Polish: linoskoczek; Portuguese: funâmbulo; Romanian: funambul, funambulă; Russian: канатоходец, канатоходка, эквилибрист, балансёр; Spanish: funámbulo, volatinero; Swedish: lindansare; Turkish: ip cambazı; Turkmen: darbaz; Ukrainian: канатоходець; Uyghur: دارۋاز; Uzbek: dorboz; Volapük: jainadanüdan, jainahidanüdan, jainajidanüdan