προσπάθεια: Difference between revisions
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ἡ</b>" to "ᾰ], ἡ") |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=προσπᾰ́θεια | ||
|Medium diacritics=προσπάθεια | |Medium diacritics=προσπάθεια | ||
|Low diacritics=προσπάθεια | |Low diacritics=προσπάθεια | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prospatheia | |Transliteration C=prospatheia | ||
|Beta Code=prospa/qeia | |Beta Code=prospa/qeia | ||
|Definition=[ᾰ], ἡ, < | |Definition=[ᾰ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[passionate attachment]], πρός τι γένος ἀκρασίας Dicaearch.1.10; defined as <b class="b3">ἐπιθυμία δεδουλωμένη</b>, Andronic. Rhod. p.572 M.; written προσπαθία, Phld.''D.''1.14 (pl.); ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας S.E.''P.''1.230; <b class="b3">γενομένους ἐν προσπαθείᾳ</b> Heraclit.''Incred.''16; προσπαθείας ἕνεκα Zos.Alch.p.118 B.<br><span class="bld">II</span> in later Philos., [[clinging]] of the soul to the body and its passions, Porph.''Sent.''28; <b class="b3">ἡ πρὸς τὸ σῶμα προσπάθεια</b> ib.29; <b class="b3">ἡ θνητὴ προσπάθεια</b> Hierocl.''in CA'' 3p.425M., cf. M.Ant. 12.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0776.png Seite 776]] ἡ, Leidenschaft für eine Person oder Sache, leidenschaftliche Zuneigung zu Etwas, [[πρός]] τινα oder [[πρός]] τι, Sp., neben [[πρόσκλισις]] S. Emp. pyrrh. 1, 230. – Bei den Akademikern der dem Wahrscheinlichen ertheilte Beifall. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0776.png Seite 776]] ἡ, [[Leidenschaft]] für eine Person oder Sache, leidenschaftliche Zuneigung zu Etwas, [[πρός]] τινα oder [[πρός]] τι, Sp., neben [[πρόσκλισις]] S. Emp. pyrrh. 1, 230. – Bei den Akademikern der dem Wahrscheinlichen ertheilte Beifall. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσπάθεια:''' (πᾰ) ἡ [[склонность]], [[пристрастие]] ([[ἄνευ]] προσκλίσεως καὶ προσπαθείας Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπάθεια''': ἡ, ἡ | |lstext='''προσπάθεια''': ἡ, ἡ μετὰ πάθους [[ἀφοσίωσις]], [[συμπάθεια]], σφοδρὰ μετὰ πάθους ἐπιθυμία, προσωποληψία, Κλήμ. Ἀλ. 128· [[πρός]] τι Δικαίαρχ. σ. 143 Fuhr· σαρκικαὶ πρ. Κλήμ. Ἀλ. 880· ἴδε Gatak εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. § 4· [[ἄνευ]] προσπαθείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 230. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [[προσπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η πνευματική ή η σωματική [[ενέργεια]] που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη [[δραστηριότητα]], η ταυτόχρονη [[ένταση]] τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού («καταβάλλει [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]] προκειμένου να πετύχει στις εξετάσεις»)<br /><b>2.</b> [[απόπειρα]], [[δοκιμή]] (α. «έγινε μια [[ακόμη]] [[προσπάθεια]] προσέγγισης τών δύο πλευρών για την [[κατάπαυση]] του πολέμου» β. «ο [[ακοντιστής]] απέτυχε και στις [[τρεις]] προσπάθειες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή ή καλή σημ.) [[προσήλωση]] ή [[αφοσίωση]] με [[πάθος]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] ή και έντονη [[επιθυμία]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («προσπάθειαι αἱ σαρκικαί», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[κλίση]], [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[μεροληψία]]<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η [[προσήλωση]] της ψυχής στο [[σώμα]] και στα [[πάθη]] του. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [[προσπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η πνευματική ή η σωματική [[ενέργεια]] που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη [[δραστηριότητα]], η ταυτόχρονη [[ένταση]] τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού («καταβάλλει [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]] προκειμένου να πετύχει στις εξετάσεις»)<br /><b>2.</b> [[απόπειρα]], [[δοκιμή]] (α. «έγινε μια [[ακόμη]] [[προσπάθεια]] προσέγγισης τών δύο πλευρών για την [[κατάπαυση]] του πολέμου» β. «ο [[ακοντιστής]] απέτυχε και στις [[τρεις]] προσπάθειες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή ή καλή σημ.) [[προσήλωση]] ή [[αφοσίωση]] με [[πάθος]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] ή και έντονη [[επιθυμία]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («προσπάθειαι αἱ σαρκικαί», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[κλίση]], [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[μεροληψία]]<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η [[προσήλωση]] της ψυχής στο [[σώμα]] και στα [[πάθη]] του. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:42, 10 May 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A passionate attachment, πρός τι γένος ἀκρασίας Dicaearch.1.10; defined as ἐπιθυμία δεδουλωμένη, Andronic. Rhod. p.572 M.; written προσπαθία, Phld.D.1.14 (pl.); ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας S.E.P.1.230; γενομένους ἐν προσπαθείᾳ Heraclit.Incred.16; προσπαθείας ἕνεκα Zos.Alch.p.118 B.
II in later Philos., clinging of the soul to the body and its passions, Porph.Sent.28; ἡ πρὸς τὸ σῶμα προσπάθεια ib.29; ἡ θνητὴ προσπάθεια Hierocl.in CA 3p.425M., cf. M.Ant. 12.3.
German (Pape)
[Seite 776] ἡ, Leidenschaft für eine Person oder Sache, leidenschaftliche Zuneigung zu Etwas, πρός τινα oder πρός τι, Sp., neben πρόσκλισις S. Emp. pyrrh. 1, 230. – Bei den Akademikern der dem Wahrscheinlichen ertheilte Beifall.
Russian (Dvoretsky)
προσπάθεια: (πᾰ) ἡ склонность, пристрастие (ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
προσπάθεια: ἡ, ἡ μετὰ πάθους ἀφοσίωσις, συμπάθεια, σφοδρὰ μετὰ πάθους ἐπιθυμία, προσωποληψία, Κλήμ. Ἀλ. 128· πρός τι Δικαίαρχ. σ. 143 Fuhr· σαρκικαὶ πρ. Κλήμ. Ἀλ. 880· ἴδε Gatak εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. § 4· ἄνευ προσπαθείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 230.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α προσπαθής
νεοελλ.
1. η πνευματική ή η σωματική ενέργεια που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη δραστηριότητα, η ταυτόχρονη ένταση τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός σκοπού («καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να πετύχει στις εξετάσεις»)
2. απόπειρα, δοκιμή (α. «έγινε μια ακόμη προσπάθεια προσέγγισης τών δύο πλευρών για την κατάπαυση του πολέμου» β. «ο ακοντιστής απέτυχε και στις τρεις προσπάθειες»)
μσν.-αρχ.
1. (με κακή ή καλή σημ.) προσήλωση ή αφοσίωση με πάθος σε κάποιον ή σε κάτι ή και έντονη επιθυμία για κάποιον ή για κάτι («προσπάθειαι αἱ σαρκικαί», Κλήμ. Αλ.)
2. κλίση, ροπή προς κάτι
3. μεροληψία
4. (φιλοσ.) η προσήλωση της ψυχής στο σώμα και στα πάθη του.