κατακράζω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakrazo
|Transliteration C=katakrazo
|Beta Code=katakra/zw
|Beta Code=katakra/zw
|Definition=fut. <b class="b3">-κεκράξομαι</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cry down]], [[outdo in crying]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>287</span>.</span>
|Definition=fut. -κεκράξομαι, [[cry down]], [[outdo in crying]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''287.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1356.png Seite 1356]] (s. [[κράζω]]), nieder-, überschreien, τινά, κατακεκράξομαί σε κράζων Ar. Equ. 287.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1356.png Seite 1356]] (s. [[κράζω]]), nieder-, überschreien, τινά, κατακεκράξομαί σε κράζων Ar. Equ. 287.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[assourdir de ses cris]];<br /><b>2</b> [[effrayer par ses cris]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κράζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κράζω overschreeuwen.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακράζω:''' [[заглушать криком]]: κατακεκράξομαί σε κράζων Arph. я перекричу тебя.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακράζω''': μέλλ. -κεκράξομαι, διὰ κραυγῶν [[καταβάλλω]], ὑπερτερῶ ἐν τῷ κράζειν, κατακεκράξομαί σε κράζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, πρβλ., καταβοῶ τινα [[αὐτόθι]] 6. 2) [[μετὰ]] γεν., κατέκραζε τὸ [[πλῆθος]] Ἰωάννου Ἰω. Μαλ. 475, 3. 3) διὰ τῶν κραυγῶν ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», ψάλλειν οὐ κατακράζειν Εὐστ.
|lstext='''κατακράζω''': μέλλ. -κεκράξομαι, διὰ κραυγῶν [[καταβάλλω]], ὑπερτερῶ ἐν τῷ κράζειν, κατακεκράξομαί σε κράζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, πρβλ., καταβοῶ τινα [[αὐτόθι]] 6. 2) μετὰ γεν., κατέκραζε τὸ [[πλῆθος]] Ἰωάννου Ἰω. Μαλ. 475, 3. 3) διὰ τῶν κραυγῶν ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», ψάλλειν οὐ κατακράζειν Εὐστ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> assourdir de ses cris;<br /><b>2</b> effrayer par ses cris.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κράζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακράζω:''' μέλ. -[[κεκράξομαι]], [[καταβάλλω]] με κραυγές, [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] στις κραυγές, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατακράζω:''' μέλ. -[[κεκράξομαι]], [[καταβάλλω]] με κραυγές, [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] στις κραυγές, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κράζω overschreeuwen.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακράζω:''' заглушать криком: κατακεκράξομαί σε κράζων Arph. я перекричу тебя.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[κεκράξομαι]]<br />to cry [[down]], [[outdo]] in [[crying]], Ar.
|mdlsjtxt=fut. -[[κεκράξομαι]]<br />to cry [[down]], [[outdo]] in [[crying]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακράζω Medium diacritics: κατακράζω Low diacritics: κατακράζω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: katakrázō Transliteration B: katakrazō Transliteration C: katakrazo Beta Code: katakra/zw

English (LSJ)

fut. -κεκράξομαι, cry down, outdo in crying, Ar.Eq.287.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. κράζω), nieder-, überschreien, τινά, κατακεκράξομαί σε κράζων Ar. Equ. 287.

French (Bailly abrégé)

1 assourdir de ses cris;
2 effrayer par ses cris.
Étymologie: κατά, κράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κράζω overschreeuwen.

Russian (Dvoretsky)

κατακράζω: заглушать криком: κατακεκράξομαί σε κράζων Arph. я перекричу тебя.

Greek (Liddell-Scott)

κατακράζω: μέλλ. -κεκράξομαι, διὰ κραυγῶν καταβάλλω, ὑπερτερῶ ἐν τῷ κράζειν, κατακεκράξομαί σε κράζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, πρβλ., καταβοῶ τινα αὐτόθι 6. 2) μετὰ γεν., κατέκραζε τὸ πλῆθος Ἰωάννου Ἰω. Μαλ. 475, 3. 3) διὰ τῶν κραυγῶν ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», ψάλλειν οὐ κατακράζειν Εὐστ.

Greek Monolingual

κατακράζω (AM)
μσν.
φωνάζω εναντίον κάποιου
αρχ.
ξεπερνώ κάποιον στις κραυγές («κατακεκράξομαί σε κράζων», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

κατακράζω: μέλ. -κεκράξομαι, καταβάλλω με κραυγές, υπερτερώ, υπερέχω στις κραυγές, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -κεκράξομαι
to cry down, outdo in crying, Ar.