ἀποθραύω: Difference between revisions
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apothrayo | |Transliteration C=apothrayo | ||
|Beta Code=a)poqrau/w | |Beta Code=a)poqrau/w | ||
|Definition= | |Definition=[[break off]], νεὼς κόρυμβα [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''410; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων D.H.4.56: metaph., τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιον Jul.''Mis.''356b; τοῦ ἑνὸς τὸ μερικόν Dam.''Pr.''51:—Pass., to [[be broken off]], Arist.''Pr.''967b5, Arr.''Tact.''2.4: metaph., <b class="b3">ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας</b> to [[be broken off from]] one's fair fame, [[make shipwreck of]] it, Ar.''Nu.''997. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[partir]], [[romper]] νεὼς κόρυμβ' A.<i>Pers</i>.410, ἄκρον δόρυ E.<i>Ph</i>.1399, τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων D.H.4.56<br /><b class="num">•</b>en v. med. ἀποθραυομένων ... τῶν ἀνθράκων Arist.<i>Pr</i>.967<sup>b</sup>5, de los colmillos de los elefantes reforzados c. puntas de hierro τοῦ μὴ ἀ. εὐπετῶς Arr.<i>Tact</i>.2.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[destrozar]], [[estropear]] τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιον Iul.<i>Mis</i>.356b, τοῦ μὲν ἑνὸς ἀποθραύοντες τὸ μερικὸν τῇ προσθήκῃ τῶν πάντων Dam.<i>Pr</i>.51<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[verse privado]] μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς Ar.<i>Nu</i>.997. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] (s. [[θραύω]]), abbrechen, zermalmen, ἀποθραύει Aesch. Pers. 402; τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι, seinen guten Ruf verlieren, Ar. Nubb. 984; Arist. probl. 38, 8; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων Dion. Hal. 4, 56. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] (s. [[θραύω]]), abbrechen, zermalmen, ἀποθραύει Aesch. Pers. 402; τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι, seinen guten Ruf verlieren, Ar. Nubb. 984; Arist. probl. 38, 8; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων Dion. Hal. 4, 56. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=détacher en brisant, briser ; priver de en brisant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θραύω]]. | |btext=détacher en brisant, briser ; priver de en brisant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θραύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀποθραύω:''' [[разбивать]], [[разламывать]] (Φινίσσης νεὼς [[κόρυμβα]] Aesch.; [[ὀστέον]] ἀποθραυσθέν Plut.): τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι Arph. потерять доброе имя. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποθραύω''': [[θραύω]] καὶ [[ἀποκόπτω]] τὸ ἐξέχον [[μέρος]] τινός, ἦρξε δ’ ἐμβολῆς Ἑλληνικὴ [[ναῦς]], κἀποθραύει πάντα Φοινίσσης νεὼς κόρυμβα Αἰσχύλ. Πέρσ. 410: ― Παθ., ἀποθραύομαι ἔκ τινος πράγματος καὶ ἀποχωρίζομαι, ἀποθραυομένων ἅμα καὶ καομένων τῶν ἀνθράκων Ἀριστ. Πρβλ. 38. 8, 1· μεταφ., [[ἐκπίπτω]] ἐκ τῆς θέσεως ἣν [[κατέχω]], χάνω τὴν ὑπόληψίν μου, μηδ’ εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς [[ταῦτα]] [[κεχηνώς]], μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου, τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς Ἀριστοφ. Νεφ. 997: «καὶ σημειούσθων οἱ νέοι τὸ ἐπίχαρι ἅμα καὶ ἐναργὲς τῆς μεταφορᾶς τοῦ ἀποθραύεσθαι· ὀχήματι γὰρ παρεικάζει τὴν εὔκλειαν, ἦς ἀποθραύεται, τουτέστιν ἐκπίπτει, καὶ κατὰ τῆς γῆς πεσὼν ἀδόξως καὶ ἀθλίως συντρίβεται ὁ μὴ [[καλῶς]] ἐποχούμενος, τοῦτο δέ ἐστιν, ὁ μὴ ταῖς τοῦ λογισμοῦ ἡνίαις εὐθύνειν τὸ τῆς δόξης [[ὄχημα]] ἐπιστάμενος» (σημ. Κοραῆ εἰς Ἰσοκράτ. τόμ. Β΄, σ. 111). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] και [[αποκόπτω]] το [[τμήμα]] που εξέχει από [[κάτι]] — Παθ., σπάζομαι σε κομμάτια· μεταφ., <i>ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας</i>, [[εκπίπτω]] από τη [[θέση]] που [[κατέχω]], χάνω την [[καλή]] μου [[φήμη]], την υπόληψή μου, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀποθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] και [[αποκόπτω]] το [[τμήμα]] που εξέχει από [[κάτι]] — Παθ., σπάζομαι σε κομμάτια· μεταφ., <i>ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας</i>, [[εκπίπτω]] από τη [[θέση]] που [[κατέχω]], χάνω την [[καλή]] μου [[φήμη]], την υπόληψή μου, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[break]] off, Aesch.:—Pass. to be [[broken]] off: metaph., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας to be [[broken]] off from one's [[fair]] [[fame]], make [[shipwreck]] of it, Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 3 March 2024
English (LSJ)
break off, νεὼς κόρυμβα A.Pers.410; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων D.H.4.56: metaph., τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιον Jul.Mis.356b; τοῦ ἑνὸς τὸ μερικόν Dam.Pr.51:—Pass., to be broken off, Arist.Pr.967b5, Arr.Tact.2.4: metaph., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας to be broken off from one's fair fame, make shipwreck of it, Ar.Nu.997.
Spanish (DGE)
1 partir, romper νεὼς κόρυμβ' A.Pers.410, ἄκρον δόρυ E.Ph.1399, τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων D.H.4.56
•en v. med. ἀποθραυομένων ... τῶν ἀνθράκων Arist.Pr.967b5, de los colmillos de los elefantes reforzados c. puntas de hierro τοῦ μὴ ἀ. εὐπετῶς Arr.Tact.2.4.
2 fig. destrozar, estropear τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιον Iul.Mis.356b, τοῦ μὲν ἑνὸς ἀποθραύοντες τὸ μερικὸν τῇ προσθήκῃ τῶν πάντων Dam.Pr.51
•en v. pas. verse privado μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς Ar.Nu.997.
German (Pape)
[Seite 303] (s. θραύω), abbrechen, zermalmen, ἀποθραύει Aesch. Pers. 402; τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι, seinen guten Ruf verlieren, Ar. Nubb. 984; Arist. probl. 38, 8; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων Dion. Hal. 4, 56.
French (Bailly abrégé)
détacher en brisant, briser ; priver de en brisant.
Étymologie: ἀπό, θραύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθραύω: разбивать, разламывать (Φινίσσης νεὼς κόρυμβα Aesch.; ὀστέον ἀποθραυσθέν Plut.): τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι Arph. потерять доброе имя.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθραύω: θραύω καὶ ἀποκόπτω τὸ ἐξέχον μέρος τινός, ἦρξε δ’ ἐμβολῆς Ἑλληνικὴ ναῦς, κἀποθραύει πάντα Φοινίσσης νεὼς κόρυμβα Αἰσχύλ. Πέρσ. 410: ― Παθ., ἀποθραύομαι ἔκ τινος πράγματος καὶ ἀποχωρίζομαι, ἀποθραυομένων ἅμα καὶ καομένων τῶν ἀνθράκων Ἀριστ. Πρβλ. 38. 8, 1· μεταφ., ἐκπίπτω ἐκ τῆς θέσεως ἣν κατέχω, χάνω τὴν ὑπόληψίν μου, μηδ’ εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνώς, μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου, τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς Ἀριστοφ. Νεφ. 997: «καὶ σημειούσθων οἱ νέοι τὸ ἐπίχαρι ἅμα καὶ ἐναργὲς τῆς μεταφορᾶς τοῦ ἀποθραύεσθαι· ὀχήματι γὰρ παρεικάζει τὴν εὔκλειαν, ἦς ἀποθραύεται, τουτέστιν ἐκπίπτει, καὶ κατὰ τῆς γῆς πεσὼν ἀδόξως καὶ ἀθλίως συντρίβεται ὁ μὴ καλῶς ἐποχούμενος, τοῦτο δέ ἐστιν, ὁ μὴ ταῖς τοῦ λογισμοῦ ἡνίαις εὐθύνειν τὸ τῆς δόξης ὄχημα ἐπιστάμενος» (σημ. Κοραῆ εἰς Ἰσοκράτ. τόμ. Β΄, σ. 111).
Greek Monolingual
ἀποθραύω (Α)
1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει)
2. (-ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι
3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» — χάνω την υπόληψη μου.
Greek Monotonic
ἀποθραύω: μέλ. -σω, σπάζω και αποκόπτω το τμήμα που εξέχει από κάτι — Παθ., σπάζομαι σε κομμάτια· μεταφ., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας, εκπίπτω από τη θέση που κατέχω, χάνω την καλή μου φήμη, την υπόληψή μου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to break off, Aesch.:—Pass. to be broken off: metaph., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας to be broken off from one's fair fame, make shipwreck of it, Ar.