συνοφρυοῦμαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synofryoumai | |Transliteration C=synofryoumai | ||
|Beta Code=sunofruou=mai | |Beta Code=sunofruou=mai | ||
|Definition=[[συνοφρυόομαι]] or [[συνοφρυοῦμαι]], Pass., | |Definition=[[συνοφρυόομαι]] or [[συνοφρυοῦμαι]], Pass., to [[frown]], to [[have the brow knitted]], ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; [[προσώπῳ συνωφρυωμένῳ]] = [[with frowning countenance]], E.Alc.777, cf. 800. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[[συνοφρυοῦμαι]];<br /><i>pf.</i> [[συνωφρύωμαι]];<br />contracter <i>ou</i> froncer les sourcils.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀφρύς]]. | |btext=[[συνοφρυοῦμαι]];<br /><i>pf.</i> [[συνωφρύωμαι]];<br />contracter <i>ou</i> froncer les sourcils.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀφρύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]], ΝΜΑ [[σύνοφρυς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[δυσαρέσκεια]], θυμό, [[ανησυχία]] ή [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[σκυθρωπάζω]], [[κατσουφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[λύπη]], λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς [[ἀήθης]] και ξυνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα...», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «συνωφρυωμένος<br />λυπούμενος»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῖς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων». | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνοφρῠόομαι ([[σύνοφρυς]]) (de wenkbrauwen) fronsen. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext=[[συνοφρυόομαι]]: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди. | |elrutext=[[συνοφρυόομαι]]: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext=[[συνοφρυόομαι]]: μέλ. <i>συνωφρύωμαι</i> ([[ὀφρῦς]]), Παθ., [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, [[κατσουφιάζω]]· <i>ξυνωφρυωμένη</i>, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· <i>ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ</i>, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνοφρυόομαι''': [[συστέλλω]] τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, [[σκυθρωπάζω]], [[ἀήθης]] καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50. | |||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[συνωφρύωμαι]] [[ὀφρύς]]<br />Pass. to [[have]] the [[brow]] knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted [[brow]], Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with [[frowning]] [[countenance]], Eur. | |mdlsjtxt=fut. [[συνωφρύωμαι]] [[ὀφρύς]]<br />Pass. to [[have]] the [[brow]] knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted [[brow]], Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with [[frowning]] [[countenance]], Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 13 October 2022
English (LSJ)
συνοφρυόομαι or συνοφρυοῦμαι, Pass., to frown, to have the brow knitted, ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; προσώπῳ συνωφρυωμένῳ = with frowning countenance, E.Alc.777, cf. 800.
French (Bailly abrégé)
συνοφρυοῦμαι;
pf. συνωφρύωμαι;
contracter ou froncer les sourcils.
Étymologie: σύν, ὀφρύς.
Greek Monolingual
συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι, ΝΜΑ σύνοφρυς
νεοελλ.
σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω
αρχ.
1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ.
β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς ἀήθης και ξυνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα...», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «συνωφρυωμένος
λυπούμενος»
3. (κατά τον Πολυδ.) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῖς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοφρῠόομαι (σύνοφρυς) (de wenkbrauwen) fronsen.
Russian (Dvoretsky)
συνοφρυόομαι: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди.
Greek Monotonic
συνοφρυόομαι: μέλ. συνωφρύωμαι (ὀφρῦς), Παθ., σουφρώνω τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω· ξυνωφρυωμένη, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνοφρυόομαι: συστέλλω τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, σκυθρωπάζω, ἀήθης καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50.
Middle Liddell
fut. συνωφρύωμαι ὀφρύς
Pass. to have the brow knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted brow, Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with frowning countenance, Eur.